Τι είναι «συσχετισμοί»;
Από την εποχή της πρώτης εμφάνισης των ρευμάτων της κομμουνιστικής, επαναστατικής, ριζοσπαστικής αριστεράς, στόχος της ήταν ο σοσιαλιστικός/κομμουνιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας. Ήτοι, η επίτευξη μιας συλλογικής – δημοκρατικής οργάνωσης της παραγωγής, η οποία θα είχε στόχο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αντί για την εκμετάλλευση της τάξης των εργατών από την τάξη των ιδιοκτητών για την επίτευξη χρηματικού κέρδους.
Αυτό που κυρίως ξεχώριζε κάθε διαφορετική εποχή και «ιδεολογικό» ρεύμα της αριστεράς ήταν το τι έπρεπε να κάνει για να επιτύχει τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Κάτι που σχετιζόταν άμεσα με τα κύρια εμπόδια που εντόπιζε κάθε φορά σ’ αυτόν τον δρόμο, είτε εμπειρικά, είτε αναλυτικά. Παλιότερα κυρίως ρεύματα έβρισκαν στην κρατική καταστολή τον κυριότερο εχθρό της εποχής τους, ενώ τις τελευταίες δεκαετίες πλήθυναν οι οπτικές που έβλεπαν στην ιδεολογική ενσωμάτωση το βασικό πρόβλημα του καιρού τους.
Ωστόσο, ανεξαρτήτως εποχής και αναλυτικής προσέγγισης ή αναλυτικού «επιπέδου», προέκυπτε πάντα το πρόβλημα της αλλαγής των συσχετισμών ως κοινός παρονομαστής. Η έννοια των συσχετισμών, αν και φαντάζει αυτονόητη, εντούτοις τείνει να ξεχνιέται ή να γίνεται αόριστη, κατά ισχυρή αναλογία με το πόσο αυτονόητη θεωρείται. Σε παλαιότερες εποχές που – πιθανόν – δεν παρατηρούνταν μεγάλη απόκλιση μεταξύ πεποιθήσεων και πρακτικών στους ανθρώπους, η έννοια των συσχετισμών ήταν σαφέστερη και αφορούσε το πόσοι και πόσες ήταν σε κάθε «στρατόπεδο» της κοινωνικής σύγκρουσης: πόσοι απεργοί και πόσοι απεργοσπάστες, πόσοι οργανωμένοι στο κόμμα και πόσοι αντίπαλοι, ποια η δύναμη ενός επαναστατικού στρατού και ποια του αντιδραστικού αντίπαλου στρατού. Όμως, στις δυτικές κοινωνίες των τελευταίων 40-50 χρόνων παρατηρούνται σημαντικότερες αποκλίσεις μεταξύ πρακτικών και εκφραζόμενων πεποιθήσεων, γεγονός που συνοδεύεται από μια όλο και πιο θολή αντίληψη περί συσχετισμών και μεθόδου για την αλλαγή τους.
Σε κοινωνίες δικτατορικών και αυταρχικών καθεστώτων, όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα των δεκαετιών 1940-1970, όπου οι άνθρωποι διώκονταν όχι μόνο για τις πράξεις τους, αλλά ακόμα και για τις πεποιθήσεις τους, η εκφορά ριζοσπαστικών ιδεών ήταν από μόνη της μια πράξη επαναστατική. Συνεπώς, οι ενέργειες μαζικής έκφρασης – πορείες, συγκεντρώσεις, διακίνηση εφημερίδων κλπ – σηματοδοτούσαν κι αυτές μια πραγματική ρήξη με το σύστημα και το συρρικνωμένο πεδίο ελευθεριών που όριζε. Παράλληλα, εκείνα τα χρόνια, η κομμουνιστική ιδεολογία τύχαινε αυξημένου κύρους στο μυαλό των ανθρώπων, κυρίως λόγω των θαυμαστών υποσχέσεων που έδινε για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία, σε μια εποχή εκτεταμένης φτώχειας και πολεμικών συγκρούσεων. Το μεγάλο αυτό κύρος κατάφερνε να κάνει γενικώς τους ανθρώπους να τηρούν στην πράξη τον ηθικό κώδικα και τις οδηγίες που πήγαζαν από την ιδεολογία, γεγονός που επίσης καθιστούσε ουσιαστικό διακύβευμα το τι ιδεολογία θα υιοθετούσε τελικά κάθε άνθρωπος.
Όμως, από την πτώση της χούντας και μετά, το κυρίαρχο σύστημα ενσωμάτωσε την ελευθερία έκφρασης, προσανατολίστηκε σε μικροϋποσχέσεις πολύ πιο εύκολες να τηρηθούν απ’ ότι εκείνες του κομμουνισμού, και οδήγησε επιτυχώς μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη μαζική κατανάλωση θεαμάτων και ατέλειωτων μικροαπολαύσεων. Επίσης, το μαζικό πανεπιστήμιο και η μαζική είσοδος μεταναστών στην Ελλάδα προκάλεσαν μια αντίστοιχα μαζική κοινωνική ανέλιξη παλιότερων εργατο-αγροτικών στρωμάτων σε μικροαστικά και μεσοαστικά, καθιστώντας θολές τις κοινωνικές τομές στα μάτια του γηγενούς πληθυσμού. Ταυτόχρονα, ο κομμουνισμός ενοχοποιήθηκε ως μια ιδεολογία που οδηγεί στην εξαθλίωση και τον αυταρχισμό στο μυαλό των ανθρώπων της νέας εργατικής τάξης που προερχόταν κατά μεγάλο ποσοστό από χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ (Αλβανία κλπ).
Τα παραπάνω καθόρισαν βαθιά την αριστερά των δεκαετιών 1980-2010, η οποία προσανατολίστηκε πολιτικά στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» που προκάλεσαν την ενσωμάτωσή της (μαζικό πανεπιστήμιο, αντίστοιχο επάγγελμα για κατάλληλο κοινωνικό μικροαστικό/μεσοαστικό στάτους και επαρκές εισόδημα για μικροαπολαύσεις και μικροαστική ζωή). Επίσης, ανέχτηκε – και καλλιέργησε ακόμα – την αναντιστοιχία λόγων και πράξεων, νουθετώντας τα μέλη της να φροντίζουν πρώτα για το πτυχίο τους και την επαγγελματική τους αποκατάσταση και μετά για τους αγώνες, δίνοντας βάρος στην εμπέδωση της γραμμής σε επίπεδο αφήγησης, χωρίς να ενοχλείται καθόλου από τον πολύ πιο εμπεδωμένο μικροαστικό τρόπο ζωής των μελών της.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, η έννοια του συσχετισμού δυνάμεων περιορίστηκε στο επίπεδο των εκλογικών ποσοστών στη χειρότερη και της συμμετοχής σε παραδοσιακές νόμιμες κινητοποιήσεις στην καλύτερη, αφήνοντας απέξω εν πολλοίς τις πρακτικές και την καθημερινότητα των ανθρώπων.
Μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η ήττα του 2015. Τότε αποδείχτηκε πως οι αφηγήσεις και τα λόγια για το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της αριστεράς λέγονταν «ελαφρά την καρδία». Όταν διακυβεύτηκε η συνέχεια του μικροαστικού τρόπου ζωής (ή η ρήξη με αυτόν) η αριστερά διάλεξε να διασώσει τον τελευταίο και να αποχωριστεί την εκφώνηση μιας ανταγωνιστικής πολιτικής και διαμαρτυρίας του παρελθόντος, παύοντας να είναι αριστερά, έστω ως η εκδοχή της του 1990-2015.
Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η σύγχρονη αριστερή αντίληψη για τους συσχετισμούς και την αλλαγή τους δεν μπορεί παρά να αφορά ευθέως τον τρόπο αναπαραγωγής του συστήματος, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες, είναι κυρίως η ενσωμάτωση στην καπιταλιστική οικονομία διά της καθημερινής πρακτικής (και τα επακόλουθα αιτήματα για ανάπτυξη, δουλειές με αξιοπρεπές εισόδημα και αντικείμενο κύρους, κλπ) και δευτερευόντως η καταστολή του αστικού κράτους σε βάρος μιας κοινωνίας που απαιτεί μαζικά ένα άλλο σύστημα. Παρόλο δε που η «δοσολογία» στη μνημονιακή εποχή έχει αλλάξει αισθητά υπέρ της καταστολής, η προσδοκία ένταξης στην καπιταλιστική οικονομία και ανέλιξης μέσω αυτής εξακολουθεί να είναι συντριπτικά μεγαλύτερη. Κατά συνέπεια, χρειαζόμαστε ένα κίνημα διάδοσης νέων πρακτικών, ανταγωνιστικών προς αυτές της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, αντί για ένα κίνημα διεκδίκησης μιας μαζικότερης και ευνοϊκότερης ενσωμάτωσης σε αυτήν.
Μια νέα κίνηση λαϊκής οργάνωσης – φυσιογνωμία και άξονες δράσης
1) Οργάνωση για τις καθημερινές ανάγκες
Τι καλούμαστε να κάνουμε τελικά για την αλλαγή των συσχετισμών; Πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι η αστική τάξη αντλεί την ισχύ της από το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων δουλεύει καθημερινά, οχτώ ή και περισσότερες ώρες την ημέρα, αναπαράγοντας τον καπιταλισμό· οι μισθωτοί εργάζονται για να λειτουργούν εύρυθμα οι επιχειρήσεις και να πετυχαίνουν κέρδη, ώστε η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας να εξαρτάται από τους κατόχους κεφαλαίου – κερδοσκόπους. Επίσης, εργάζεται έμμεσα ή άμεσα για να βγουν οι τόκοι των τραπεζών και τα ενοίκια των ιδιοκτητών ακινήτων. Για ποιο λόγο, όμως, δέχονται ένα τέτοιο φορτίο; Κυρίως γιατί φαίνεται να μην έχουν άλλο τρόπο να καλύψουν τις ζωτικές και κοινωνικές τους ανάγκες, αλλά και γιατί απεκδύονται το φορτίο του άγχους της διεύθυνσης της παραγωγής.
Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να πληθύνουν οι εστίες των από κάτω που θα οργανώνονται για την κάλυψη των αναγκών τους μέσω πρακτικών ανταγωνιστικών προς την καπιταλιστική αναπαραγωγή. Αφετηριακά, η δημιουργία καταναλωτικών συνεταιρισμών μπορεί από τη μία να λειτουργήσει ενάντια στα κέρδη των μεγάλων σουπερμάρκετ και από την άλλη να πριμοδοτήσει την κατανάλωση προϊόντων από παραγωγικούς συνεταιρισμούς, ενάντια στα κέρδη των ιδιωτικών μονάδων παραγωγής. Ακόμα, μπορεί να αποτελέσει εγγύηση διάθεσης των προϊόντων μελλοντικών παραγωγικών συνεταιρισμών που θα προκύψουν μέσα από συλλογικό σχεδιασμό για την παραγωγή αγαθών που μέχρι τώρα καλύπτει μόνο η ιδιωτική οικονομία.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η δημιουργία συνεργατικών θέσεων εργασίας μέσα από ένα τέτοιο κύκλωμα θα συγκροτήσει ανθρώπους των οποίων τα συμφέροντα θα συνδέονται άμεσα με τον αγώνα ενάντια στους ιδιοκτήτες χρήματος και ακινήτων και οι οποίοι θα εκπαιδεύονται ταυτόχρονα στη δημοκρατική διεύθυνση της οικονομίας. Τέλος, οι από κάτω θα είναι μεσοπρόθεσμα ικανοί/ες να εγγυώνται οι ίδιοι/ες την κάλυψη των ζωτικών τους αναγκών, αφαιρώντας έτσι ισχύ από την αστική τάξη και συσσωρεύοντας την στα δικά τους χέρια.
2) Δημοκρατική διαχείριση των κοινών πόρων και του δημόσιου χώρου
Πέρα από τις ανάγκες που μπορούν να καλυφθούν μέσα από έναν καταναλωτικό συνεταιρισμό, υπάρχουν άλλες, είτε άμεσα ζωτικές, είτε κοινωνικές, που σχετίζονται με τους κοινούς πόρους και το δημόσιο χώρο. Το νερό αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, γύρω από το οποίο έχουν ξεσπάσει κατά καιρούς πολύ σημαντικές κοινωνικο-πολιτικές συγκρούσεις ανά τον κόσμο, ενώ στη Θεσαλονίκη ήδη έχει ξεκινήσει ένας πολύ σημαντικός αγώνας ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, με στόχο τη συλλογική διαχείρισή του από την τοπική κοινωνία. Σε άλλες περιοχές της Ελλάδας (μεταξύ αυτών και σε γειτονιές της Αθήνας) έχουν υλοποιηθεί δίκτυα σύνδεσης στο διαδίκτυο από ενώσεις κατοίκων και κατασκευαστικές ομάδες, τα οποία λειτουργούν ως κοινό αγαθό και υπόκεινται σε συλλογική διαχείριση. Μια κίνηση οργάνωσης στις γειτονιές με στόχο την κάλυψη των συλλογικών αναγκών θα μπορούσε να εργαστεί για την εξάπλωση και γενίκευση τέτοιων παραδειγμάτων, αλλά και την υπεράσπιση κοινών αγαθών από την ιδιωτική εκμετάλλευση.
Επιπρόσθετα, η διαχείριση του δημόσιου χώρου είναι ένα θέμα που αγγίζει ιδιαίτερα όσες/ους ζουν στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Οι δημόσιοι χώροι πρασίνου, περιπάτου και συναντήσεων είναι δυσανάλογα λίγοι αν λάβουμε υπόψη το πόσο πυκνοκατοικημένη και πυκνοδομημένη είναι η Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ορισμένες κοινωνικές συγκρούσεις με αντίστοιχο διακύβευμα έχουν εξελιχθεί με ιδιαίτερα οξυμένο τρόπο, όπως στη Νέα Φιλαδέλφια, την Ακαδημία Πλάτωνος και το Ελληνικό. Δεν πρέπει επίσης να παραλείψουμε ότι έστω και μικρότερης εμβέλειας ανάλογοι αγώνες έχουν αναδυθεί σε πολλά σημεία του λεκανοπεδίου τα τελευταία χρόνια, γεγονός που δείχνει ότι ο ελεύθερος δημόσιος χώρος αποτελεί σημαντική ανάγκη για τον λαϊκό κόσμο, και η δημοκρατική αντι-εμπορευματική διαχείρισή του μεγάλο διακύβευμα. Πρόκειται για ένα ήδη ευρύ πεδίο αγώνα, στο οποίο μπορεί να δώσει σημαντικά «καύσιμα» σε μια νέα κίνηση οργάνωσης στις γειτονίες.
3) Αντιναζιστική πάλη, οριοθέτηση και αγώνας ενάντια στις διακρίσεις
Αναγνωρίζουμε ότι, εκτός από την καπιταλιστική οικονομία, οι κοινωνικές διακρίσεις, όπως ο ρατσισμός και ο σεξισμός, αποτελούν τον δεύτερο σημαντικό πυλώνα αναπαραγωγής του κυρίαρχου συστήματος. Τα τελευταία χρόνια, δυστυχώς, ο ναζισμός έχει κατοχυρωθεί στην Ελλάδα ως υπαρκτό και διόλου αμελητέο πολιτικό και κοινωνικό ρεύμα, συμπυκνώνοντας τη λατρεία όλων των κοινωνικών διακρίσεων στην πιο οξυμένη τους μορφή. Παράλληλα, ο ναζιστικός εσμός έχει ταχθεί κατ’ επανάληψη στο πλευρό διάφορων μεγαλοαστών, αναλαμβάνοντας με χαρά να κάνουν τη βρώμικη δουλειά για λογαριασμό τους, όπως με την επίθεση σε συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα. Φυσικά, η έχθρα τους για τις αξίες της δημοκρατίας, της ελευθερίας, της ισότητας και του κομμουνισμού είναι δεδομένες, όπως και η βιαιότητά τους έναντι οποιουδήποτε δεν συμφωνεί μαζί τους ή τα χαρακτηριστικά του δεν συνάδουν με αυτά του μάτσο, λευκού άντρα.
Την ίδια στιγμή, ρατσιστικές, ομοφοβικές και σεξιστικές πρακτικές βαίνουν αυξανόμενες στην κοινωνία, υπονομεύοντας το απελευθερωτικό μας πρόταγμα και εν τέλει τον ίδιο το στόχο της οργάνωσης των από κάτω ενάντια στην αστική τάξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορίζεται και άλλος ένας άξονας δράσης και οριοθέτησης της φυσιογνωμίας της κίνησης που περιγράφουμε.
Προς μια νέα αντίληψη για την πολιτική πρακτική
Με βάση την παραπάνω αντίληψη για τους συσχετισμούς και την ανάλογη στοχοθεσία της κίνησης οφείλουμε να σταθούμε στη μέθοδο με την οποία θα κάνει πολιτική. Η μέθοδος με την οποία είχαμε συνηθίσει να κάνουμε πολιτική την προηγούμενη εποχή βασιζόταν δυσανάλογα στη συμβολική δράση, κάτι που συνέβαλε σημαντικά στη διεύρυνση της αναντιστοιχίας λόγων και πράξεων.
Στόχος των συμβολικών δράσεων δεν είναι η πραγματική αλλαγή μιας κατάστασης, αλλά το να περάσει ένα μήνυμα προς τα έξω. Με άλλα λόγια, οι συμβολικές δράσεις δεν έχουν ως άμεσο στόχο να αλλάξουν έστω κι ένα μικρό κομμάτι της κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά να προβάλλουν μία άποψη· πράγμα που προϋποθέτει ένα παθητικό ακροατήριο ως στόχο-αποδέκτη του μηνύματος. Αυτού του τύπου η πολιτική, λοιπόν, δεν καλλιεργεί απλώς το διαχωρισμό μεταξύ ενεργητικού εκφωνητή και παθητικού αποδέκτη, αλλά κάνει και κάτι πολύ χειρότερο: δίνει την εντύπωση σ’ αυτόν που θέλει να παρεμβαίνει ενεργητικά στα πράγματα ότι το μόνο που έχει να κάνει είναι απλώς να εκπέμπει μηνύματα στο συμβολικό επίπεδο και αυτό αρκεί για να τον καταστήσει ενεργητικό δρώντα. Έτσι, η δράση της αριστεράς τα προηγούμενα χρόνια είχε κέντρο την προπαγάνδιση – έστω και μέσω ευφάνταστων ακτιβισμών – θέσεων υπέρ της κοινωνικής αλλαγής, περιλαμβάνοντας ελάχιστα έως καθόλου δράσεις που άλλαζαν τη ζωή των ίδιων των αριστερών.
Αντίθετα, αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι μια ενεργητική παρέμβαση στην καθημερινότητά μας, με στόχο την μεγαλύτερη δυνατή απεμπλοκή της από την καπιταλιστική αναπαραγωγή. Συνεπακόλουθα, η πρόσκλησή μας στον κόσμο της γειτονιάς αλλά και σε πολιτικά δυναμικά της αριστεράς δεν θα πρέπει να είναι μια πρόσκληση σε δράσεις προπαγάνδας, αλλά πρόσκληση στην υιοθέτηση αντικαπιταλιστικών πρακτικών και την οργάνωση μιας νέας καθημερινότητας.
Αυτό σημαίνει ότι η εν λόγω μέθοδος κοινωνικο-πολιτικής δράσης μπορεί να ευδοκιμήσει μόνο αν διαλέγει στόχους ανάλογα με τις πραγματικές της δυνάμεις. Έχει φανεί στο παρελθόν ότι η εμπλοκή με πολλά και μεγάλα διακυβεύματα που ξεπερνούν τη δυνατότητα μας για παρέμβαση με πραγματικούς όρους, μας αναγκάζει να επιλέξουμε το δρόμο της εύκολης συμβολικής δράσης με πολύ κακές συνέπειες: όχι μόνο τελικά δεν δημιουργείται καμιά μόνιμη δομή με πραγματική και συστηματική δράση, αλλά και η ίδια η άποψη που εκπέμπεται από τη συμβολική δράση συχνά καταγράφεται ως ριζικά μειοψηφική και σε κάθε περίπτωση ανήμπορη να πετύχει νίκες. Άρα, έχει μεγάλη σημασία στην οικοδόμηση μιας τέτοιας κίνησης στις γειτονιές να μην νιώθουμε ότι εγκαλούμαστε από πλήθος μικρών και κυρίως μεγάλων ζητημάτων, δίνοντας έμφαση στην αποτελεσματική συγκέντρωση δυνάμεων στα ζητήματα που αναλογούν στις δυνάμεις μας και είναι προνομιακά για την αύξηση τους, ώστε να έχουμε προχωρήματα σε δεύτερο χρόνο.
Πρέπει να απομακρυνθούμε λοιπόν από μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία η πολιτική παρέμβαση για την αλλαγή των συσχετισμών περιστρέφεται πρώτα και κύρια γύρω από το θεσμικό πολιτικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για μια αντίληψη που οδηγεί και πάλι πίσω στη συμβολική πολιτική δράση: από τη στιγμή που δεν είναι εφικτό (ούτε επιθυμητό απαραίτητα) να επιβάλλει ακτιβίστικα τις θεσμικές αποφάσεις που θέλει το κίνημα, ο μόνος δρόμος θεσμικής πολιτικής που μένει είναι η απλή εκφορά κριτικής και οι δράσεις διαμαρτυρίας.
Οφείλουμε εδώ να διευκρινίσουμε ότι κι αυτή η μορφή πολιτικής δεν είναι εντελώς λάθος ή άχρηστη· ωστόσο, στο σημερινό κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι δεν μπορεί από μόνη της να αλλάξει ουσιαστικά τους συσχετισμούς στο επίπεδο της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, ούτε μπορεί να γίνει ελκυστική σε μεγάλα κομμάτια πληθυσμού που δίνουν καθημερινό και συχνά μοναχικό αγώνα για την κάλυψη των αναγκών τους.
Από την άλλη, ένα ισχυρό λαϊκό κίνημα με επιτυχίες στην αλλαγή των συσχετισμών στη γειτονιά θα έχει και συμφέρον και δυνατότητα στο μέλλον να παρέμβει αποτελεσματικά στο θεσμικό επίπεδο για την προώθηση των στόχων του. Όμως, η μακροχρόνια αποτελεσματικότητα και οι μεγάλες νίκες απαιτούν ανθεκτικότητα έναντι στην αλλοτρίωση και τη γραφειοκρατικοποίηση· ήτοι, την υποχώρηση σε επίπεδο πρακτικών που προκύπτουν από μια πολιτική δράση με κύριο άξονα τους θεσμούς της κεντρικής και τοπικής εξουσίας, χωρίς ερείσματα σε πραγματικές ανταγωνιστικές πρακτικές, όπως αυτές που σκιαγραφούνται παραπάνω.