Κείμενο συμβολής από την σπουδάζουσα της ΑΡΚ και της Ανασύνθεσης-ΟΝΡΑ

1. Ρόλος του Πανεπιστημίου-Επίθεση στο Πανεπιστήμιο

Το ελληνικό Πανεπιστήμιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε απ’ την μεταπολίτευση και έπειτα, την τελευταία δεκαετία δέχεται μια σφοδρή και συντεταγμένη επίθεση, η οποία ξεδιπλώθηκε με μία δέσμη νόμων και νομοθετημάτων. Επίθεση που αφορά την απαξίωση  του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του, αλλά και την επιστημονική υποβάθμισή του και τη μετατροπή του κυρίως σε χώρο κατάρτισης. Είναι επομένως αναγκαίο, περισσότερο ίσως από ποτέ, να ψηλαφίσουμε το ρόλο του Πανεπιστημίου εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και να αναμετρηθούμε με τις επιπτώσεις και τις στοχεύσεις της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης κυρίως στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στοχεύσεις που παρά τις προσπάθειες και την πολιτική αντιπαράθεση, δεν αλλάζουν κατά πολύ ανά τα χρόνια, καθώς κάθε αλλαγή στη παιδεία εξυπηρετεί την πολιτική μετάβασης από το δημόσιο δωρεάν πανεπιστήμιο στο πανεπιστήμιο του νεοφιλελευθερισμού όπως εκφράστηκε με την Συνθήκη της Μπολόνια (1999) που σε εθνικό επίπεδο συμπυκνώθηκε στο νόμο Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου. Μέχρι και σήμερα οι μεταρρυθμίσεις του ν. Γαβρόγλου προφανώς εντείνουν την επίθεση και  παραμένουν στην ίδια κατεύθυνση.

Οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία διαχρονικά συνδέονταν με τις στρατηγικές επιλογές που έκανε το ελληνικό κεφάλαιο, ανάλογα με τους κύκλους ύφεσης και μεγέθυνσης της οικονομίας. Για ακόμη μια φορά λοιπόν, και βάσει της υπάρχουσας συνθήκης, η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση φαίνεται πως κινείται ακριβώς στη λογική αυτή. Όπως προκύπτει, τόσο από την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ , όσο και από τις εκθέσεις του ΣΕΒ και την κυβερνητική πολιτική, το μοντέλο ανάπτυξης που επιλέγει να ακολουθήσει ο ελληνικός καπιταλισμός στην προσπάθεια εξόδου απ’ τον κύκλο ύφεσής του, είναι αυτό της μετατροπής της Ελλάδας σε ένα Διεθνές διαμετακομιστικό κέντρο με έμφαση στο εμπόριο, τη ναυτιλία και τον τουρισμό. Μια τελείως διαφορετική λοιπόν στρατηγική επιλογή σε σχέση με το πώς διαμορφώθηκε ο παραγωγικός ιστός της χώρας απ’ τις αρχές του ΄50 και έπειτα, δηλαδή στην έμφαση που δινόταν στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας, τη βιομηχανία, την τεχνολογία και την μεταποίηση και την ανάγκη για καλά ειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό.

Αυτή η «αλλαγή πλεύσης», έρχεται με ένα έμμεσο ή και άμεσο τρόπο, να εναρμονίσει και το τοπίο στην εκπαίδευση. Το ογκώδες επιστημονικό δυναμικό που παρήγαγαν τα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν μπορεί να αφομοιωθεί , την ίδια στιγμή που η ανάγκη για ανειδίκευτους ή τεχνικά κατηρτισμένους εργαζομένους στην αγορά εργασίας είναι τεράστια. Οι μεταρρυθμίσεις, λοιπόν, τόσο στη δευτεροβάθμια, όσο και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ακριβώς αυτή την «αναντιστοιχία» επιδιώκουν να ανατάξουν. Η τεράστια καμπάνια για την ενίσχυση των ΕΠΑΛ και οι αλλαγές με το «νέο» Λύκειο, τα διετή προγράμματα σπουδών που εισάγει ο νόμος Γαβρόγλου, η δραστική μείωση εισακτέων στα ΑΕΙ και οι συγχωνεύσεις, είναι μερικές μόνο απ’ τις πτυχές της περιβόητης σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της αγοράς.

Παράλληλα, συνεχίζει να υφίσταται ανάγκη για επιστημονικό δυναμικό, με διαφορετικά όμως χαρακτηριστικά και ρόλο στην αγορά εργασίας. Με αλλαγές που πραγματοποιούνται στα προγράμματα σπουδών και τις διασπάσεις ενιαίων τμημάτων σχολών, γίνεται ξεκάθαρη η προσπάθεια για την απόσπαση της απαραίτητης γνώσης από τα πτυχία και άρα των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αυτά συνεπάγονται. Την ίδια στιγμή δημιουργούνται και εξωπανεπιστημιακοί φορείς πιστοποίησης, που με τη παροχή κύκλων σεμιναρίων και εξετάσεων θα αποδίδουν ένα πακέτο εργασιακών δικαιωμάτων. Το γεγονός αυτό οδηγεί του αποφοίτους και τις απόφοιτες σε ένα ατέρμονο κυνήγι δεξιοτήτων κατάρτισης και εμπειρίας, εντείνοντας την εργασιακή ανασφάλεια και ωθώντας τους στην υπερεξειδίκευση. Μέσω του κατακερματισμού των αντικειμένων σπουδών προωθείται έτσι, ένα νέο εργασιακό υπόδειγμα. Αυτό των εργαζομένων που θα έχουν μόνο τεχνικές γνώσεις και όχι θεωρητικό υπόβαθρο. Εργαζόμενοι οι οποίοι θα αποκτούν μόνο μονόπλευρη κατάρτιση και όχι ολόπλευρη εκπαίδευση , εργαζόμενους λοιπόν που μέσα σε αυτό το καθεστώς συνεχόμενης επανακατάρτισης και επισφάλειας, θα καθίστανται εύκολα εκμεταλλεύσιμοι από την εργοδοσία, αναλώσιμοι.

Βασική επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού είναι η διάλυση της δημόσιας και δωρεάν Παιδείας και η αντικατάστασή της από το Πανεπιστήμιο-Επιχείρηση και την Ιδιωτική Εκπαίδευση. Βρισκόμαστε δηλαδή,  απέναντι σε μια προσπάθεια μετάλλαξης του Πανεπιστημίου σε πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο, με την ολοένα και μεγαλύτερη εισαγωγή ιδιωτικών συμφερόντων στο εσωτερικό των Ιδρυμάτων, την μετατροπή της γνώσης σε εμπόρευμα και των φοιτητών σε πελάτες. Σε αυτήν την κατεύθυνση, η έρευνα, αλλά και η ίδια η γνώση, γίνονται έρμαια της ζήτησης της αγοράς και κινούνται με βάση το κριτήριο της οικονομικής ανταποδοτικότητας. Επομένως, αφενός υπάρχει πλήρης έλεγχος της έρευνας και των αποτελεσμάτων της από την αγορά, και αφετέρου υπάρχει αδυναμία ανάπτυξης οποιασδήποτε άλλης έρευνας, εφαρμοσμένης ή βασικής, η οποία να καλύπτει κοινωνικές ανάγκες.

‘Όλα αυτά καθώς το Πανεπιστήμιο καλείται όλο και περισσότερο να λειτουργήσει με όρους αυτάρκειας. Η ερευνητική και επιστημονική του δραστηριότητα αξιολογούνται απ’ το κριτήριο της προσέλκυσης κονδυλίων, σε μία προσπάθεια η κρατική χρηματοδότηση συνεχώς να μειώνεται μέχρι να αποσυρθεί. Έτσι η εκπαιδευτικός χαρακτήρας του Πανεπιστημίου παύει να ιεραρχείται, με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις της υποχρηματοδότησης να είναι πιο έντονες εκεί. Περικοπές εκπαιδευτικού προσωπικού και υλικού, μείωση των παροχών του Ιδρύματος( σίτιση, στέγαση, συγγράμματα) συνιστούν την νέα μνημονιακή κανονικότητα των Πανεπιστημίων. Η ένταση των ταξικών φραγμών λοιπόν, αποτελεί τη συνέπεια (αλλά και την αιτία), της υποχρηματοδότησης, της απαξίωσης και της ιδιωτικοποίησης πτυχών του Πανεπιστημίου.

Η παραπάνω πραγματικότητα, έχει ακόμη πιο έντονες επιπτώσεις, σε εκείνα τα επιστημονικά αντικείμενα, που δεν μπορούν να λειτουργήσουν στα πλαίσια της οικονομικής αντοποδοτικότητας και εκτός των πλαισίων της κρατικής χρηματοδότησης. Οι κοινωνικές και πολιτικές σπουδές, οι σπουδές στις Τέχνες, απαξιώνονται πλήρως και δεν μπορούν να έχουν θέση στο νεοφιλελεύθερο Πανεπιστήμιο.

Το Πανεπιστήμιο, λοιπόν θα πρέπει να αναφέρουμε εδώ, ότι εξακολουθεί να διατηρεί το όλο του ως ένας Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους. Αυτό αναφέρεται στην βασική ένταξη του Πανεπιστημίου εντός της αναπαραγωγής των προϋποθέσεων των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στο βαθμό λοιπόν που αναλαμβάνει να υλοποιήσει μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και να τον νομιμοποιήσει ιδεολογικά, οφείλουμε να πούμε ότι ο ρόλος του Πανεπιστημίου παραμένει ιδεολογικός. Με απλά λόγια, το  Πανεπιστήμιο αναπαράγει κοινωνικές ταυτότητες που εξασφαλίζουν την πειθάρχηση των φοιτητών και φοιτητριών σε όλες τις  πτυχές της ζωής τους, συνεπώς και της εργασίας. Με εργαλείο λοιπόν την εντατικοποίηση (πρόοδοι, υποχρεωτικές παρουσίες σε μαθήματα κ.ά.), αλλά και την αυταρχικοποίηση της καθημερινότητας των φοιτητών επιδιώκεται η επίτευξη αυτής της λογικής και η διαμόρφωση μια γενιάς εργαζομένων χωρίς προοπτικές.

Στο ίδιο πλαίσιο, λοιπόν και με το πρόταγμα της αποπολιτικοποίησης των φοιτητών και άρα την ώθηση τους στον ατομικό δρόμο, απαξιώνεται σιγά σιγά κάθε συλλογική διαδικασία και είναι έντονος πια ο κίνδυνος, το Πανεπιστήμιο να χάσει το ρόλο του ως κοινωνικός χώρος, χώρος  στοχασμού, πεδίο πολιτικής δραστηριότητας και διαμόρφωσης μια ολοκληρωμένης προσωπικότητας. Μετατρέπεται, σε ένα χώρο στείρας κατάρτισης, αναμετάδοσης γνώσεων αποτελώντας μια transit διαδικασία από το σχολείο στην εργασιακή πραγματικότητα.

Επιπλέον, όσον αφορά το ρόλο του Πανεπιστημίου εντός του κοινωνικού σχηματισμού, καλό θα ήταν να τονίσουμε το διττό του χαρακτήρα, στη λογική του ότι οι λειτουργίες αυτές που αναφέρθηκαν, δεν είναι μεταξύ τους ασύνδετες, αλλά η μια προυποθέτει την ύπαρξη της άλλης. Με αυτό εννοούμε ότι τη στιγμή που το Πανεπιστήμιο  συμμορφώνεται στα πρότυπα της αγοράς και των επιχειρήσεων, αυτό συμβάλλει στην αφομοίωση  της κυρίαρχης Ιδεολογίας από τους φοιτητές και άρα στην εδραίωση και αναπαραγωγή της. Επομένως γίνεται αντιληπτό ότι μια τέτοια σχέση δεν θα μπορούσε παρά να είναι αμφίδρομη.

Κλείνοντας, οι παραπάνω μεταρρυθμίσεις δεν αποτελούν απλά μία έκτακτη επιλογή στα χρόνια της κρίσης ή ένα λάθος. Αποτελούν συνειδητές επιλογές του αστικού μπλοκ, που χρησιμοποιούν την κρίση σαν ευκαιρία, με σκοπό τη  δημιουργία μια νέας συνθήκης στο Ελληνικό Πανεπιστήμιο, τη διαμόρφωση ενός νέου σημείου ισορροπίας ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, με την συντριπτική υπερίσχυση του πρώτου.

2. Οι εκφάνσεις της επίθεσης σήμερα

Το βάθεμα της επίθεσης όπως σημειώνεται παραπάνω έρχεται να επισφραγιστεί με το νόμο Γαβρόγλου και τα 2 επόμενα νομοθετήματα που ψηφίστηκαν πρόσφατα, που διαμορφώνουν ένα νέο σκηνικό στο χάρτη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ο διπλός ρόλος του πανεπιστημίου επιβεβαιώνεται μέσα και από τις πτυχές αυτών των νόμων και εξηγεί την πρόσδεση των ρυθμίσεων στις επιδιώξεις του αστικού μπλοκ. Έχει ιδιαίτερη σημασία ότι ενώ το ρυθμιστικό πλαίσιο έχει στο πυρήνα του κεντρικού χαρακτήρα αλλαγές, από την άλλη κάποιες από αυτές εφαρμόζονται αποσπασματικά (πχ συνδιοίκηση, δίδακτρα), κάτι που δυσκόλεψε την συνένωση των επιμέρους αντιστάσεων.

Μιας και σε σχέση με την περιγραφή των επιμέρους ρυθμίσεων του Νόμου Γαβρόγλου έχουμε ασχοληθεί πολλάκις στο παρελθόν μάλλον έχει περισσότερο σημασία, ένα χρόνο και κάτι μετά την ψήφιση του να εξάγουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα.

α. Σταδιακή υποχώρηση του κράτους από την χρηματοδότηση των ιδρυμάτων-αυτοχρηματοδότηση

i) Με βάση τις προβλέψεις του νόμου είναι σαφές ότι το δημόσιο αποσύρεται πλέον από την ήδη μειωμένη χρηματοδότηση και ωθεί τα ιδρύματα σε αυτοχρηματοδότηση που φυσικά ανοίγει ένα εύφορο έδαφος για την περαιτέρω εισροή του ιδιωτικού κεφαλαίου στις σχολές. Το πανεπιστήμιο γίνεται αντιληπτό με όρους επενδυτικής αξιοποίησης και σε αυτή τη διαδικασία το κριτήριο της ποιότητας σπουδών, της γνώσης για τις ανάγκες της κοινωνίας φαίνεται πολυτέλεια μπροστά στην αύξηση του κέρδους.

Σε αυτή την υπόθεση κεντρικό ρόλο παίζουν οι ΕΛΚΕ που αναβαθμίζονται ως δομή, αποκτούν ρητά αναπτυξιακή δραστηριότητα και συμμετέχουν καθοριστικά στον τακτικό προυπολογισμό των ιδρυμάτων (κατώτατο όριο 30%). Αντίστοιχα οικονομική λειτουργία επιτελούν και τα  Ακαδημαϊκά Συμβούλια Ανώτατης Εκπαίδευσης και Έρευνας (ΑΣΑΕΕ) που αντικαθιστούν τα Συμβούλια Ιδρύματος και έχουν λόγο στην οικονομική διαχείριση του πανεπιστημίου, αναζητούν εξωτερική χρηματοδότηση και επιχειρούν να συσχετίσουν τα ΑΕΙ με την τοπική οικονομική ανάπτυξη. Αυτό, πέρα από το ζήτημα σε σχέση με την παραβίαση του αυτοδιοίκητου αποτελεί ευθεία σύνδεση με την αγορά.

ii) Η αυτοχρηματοδότηση του πανεπιστημίου οδηγεί άμεσα στη μετακύλιση του κόστους φοίτησης στις πλάτες των φοιτητών. Η θεσμοθέτηση των διδάκτρων επιβεβαιώνει ακριβώς αυτή τη στόχευση και είναι από τους κεντρικούς πυλώνες στον οποίο θα μετρηθεί και η πολιτική αποτελεσματικότητα του φοιτητικού κινήματος το επόμενο διάστημα.

β. Πολλαπλές ταχύτητες εργαζομένων

Όπως αναλύθηκε παραπάνω η σημερινή ανάγκη της αγοράς για φθηνό και ευέλικτο εργασιακό δυναμικό δεν υλοποιείται μονομερώς αλλά υιοθετούνται διαφορετικοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό. Η ανάγκη για ανειδίκευτους εργαζόμενους εύκολα εκμεταλλεύσιμους από το κεφάλαιο οδηγεί εκτός πανεπιστημίου σημαντικές μερίδες της νεολαίας. Η επιβολή διδάκτρων στα μεταπτυχιακά με όχημα το νόμο αποτελεί προπομπό για την εισαγωγή τους και στα προπτυχιακά και συνιστά την πιο άμεση πτυχή ταξικού αποκλεισμού από την εκπαίδευση.

Η ανάγκη και για εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που θα είναι ευάλωτο σε κάθε αναπροσαρμογή των χρήσιμων δεξιοτήτων για την αγορά καλύπτεται από το Νόμο μέσω της λειτουργίας κέντρων δια βίου μάθησης (Κ.Ε.ΔΙ.ΒΙ.Μ.). Στοιχειοθετείται μια κατάσταση δημιουργίας εργατικού δυναμικού που κατατέμνεται σε υπερεξειδικευμένο και ανειδίκευτο με τη μετάβαση από τη μία κατάσταση στην άλλη να είναι διαρκές διακύβευμα. Το σχήμα «ειδίκευση-αποειδίκευση-επανειδίκευση» είναι ο κεντρικός πυλώνας στην πορεία των φοιτητών-εργαζομένων μίας και για να έχουν πάντοτε θέση στην αγορά εργασίας θα πρέπει να επιδοθούν σε ένα διαρκές κυνήγι δεξιοτήτων. Η κατάτμηση των αντικειμένων και η απόσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από το πτυχίο συντελεί και στην κοινωνική κατανομή της εργασίας, υπό την έννοια της δημιουργίας εργαζομένων πειθαρχημένων στην εκάστοτε θέση και ρόλο, οι οποίοι μάλιστα δε διαθέτουν και θεσμικά παγιωμένα συλλογικά δικαιώματα μίας και πέραν της ιδεολογικής κυριαρχίας δεν μπορούν να ενταχθούν εύκολα σε συλλογικούς κλάδους και άρα να διεκδικήσουν από κοινού.

γ. Συνδιοίκηση

Κυρίαρχη όμως πτυχή σε σχέση με τον ιδεολογικό ρόλο είναι η και η επαναφορά της συνδιοίκησης μέσα από ένα ποσοστό μηδαμινής εκπροσώπησης(10%) που αποτυπώνει την προσπάθεια ενσωμάτωσης και παροπλισμού των ΦΣ και των διαδικασιών τους.

H πρόβλεψη ορισμού των εκπροσώπων με ενιαία λίστα μακριά από τα όργανα των Συλλόγων με νέα υπουργική απόφαση πλέον καταργείται και αναγνωρίζεται πως η ανάδειξη των εκπροσώπων γίνεται με ευθύνη των οργάνων των συλλόγων.Ωστόσο, καθώς τα ποσοστά μένουν απαράλλαχτα και πιστεύοντας ότι οι φοιτητ(ρι)ές πρέπει να έχουν λόγο και να παλεύουν για το πώς ζουν και σπουδάζουν δεν συμμετέχουμε εντός ενός οριοθετημένου πλαισίου που στόχο έχει να ενσωματώσει τις ριζοσπαστικές διεκδικήσεις του φοιτητικού κινήματος και συνεχίζουμε να παλεύουμε μέσα από τις γενικές μας συνελεύσεις για ανοιχτές διαδικασίες, πραγματικά δημοκρατικό πανεπιστήμιο και μπλοκάρισμα σε κάθε επίπεδο της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.

δ. Συγχωνεύσεις

Οι συγχωνεύσεις σχολών, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό του ΤΕΙ Αθήνας και του ΤΕΙ Πειραιά, που προέβλεπε ο Νόμος, έγιναν πράξη με τα νομοθετήματα που ακολούθησαν. Με λίγα λόγια είμαστε αντιμέτωποι με μια διαδικασία αναδιάταξης και συγκρότησης ενός νέου χάρτη σχολών κομμένου και ραμμένου στα μέτρα της υποχρηματοδότησης και σε πολλές περιπτώσεις νέου χάρτη επαγγελματικών δικαιωμάτων.

Εκτός λοιπόν της συγχώνευσης ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά υπάρχει πρόταση για απορρόφηση του ΤΕΙ Ηπείρου από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, του ΤΕΙ Ιονίου από το Πανεπιστήμιο Ιονίου. Ενδιαφέρον έχει η υπόθεση του ΤΕΙ Στερεάς Ελλάδας που διαθέτει τμήματα σε Χαλκίδα, Λαμία, Καρπενήσι, Θήβα και Άμφισσα. Το νέο νομοσχέδιο για τις συγχωνεύσεις ορίζει ότι κάποια τμήματα θα απορροφηθούν από το Παν/μιο Θεσσαλίας και άλλα από το ΕΚΠΑ και το Γεωπονικό Αθήνας. Μιλάμε για καταργήσεις τμημάτων μιας σειράς σχολών, καθώς και ίδρυσης νέων τμημάτων χωρίς καμία αναφορά σε επαγγελματικά δικαιώματα. Στο ίδιο νομοσχέδιο το ΤΕΙ Θεσσαλίας εντάσσεται στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Εκτός των άλλων είναι σαφές ότι στο φόντο της υποχρηματοδότησης στην Παιδεία η ίδρυση νέων τμημάτων εντείνει τόσο λογικές αυτοχρηματοδότησης όσο και μετακύλισης του κόστους φοίτησης στις πλάτες των φοιτητών.

Το πιο τρανταχτό παράδειγμα κατακερματισμού επαγγελματικών δικαιωμάτων είναι η πρόταση για δημιουργία στη ΝΟΠΕ τμήματος με τίτλο Διοίκησης Επιχειρήσεων και Οργανισμών. Είναι σαφές ότι αυτό συνιστά διάσπαση πτυχίου για τους φοιτητές του Οικονομικού και ξεκάθαρο χτύπημα στα επαγγελματικά τους δικαιώματα. Σε σχέση με τις αλλαγές αυτές οφείλουμε να έχουμε στο νου μας τα εξής:

i) H ανωτατοποίηση των ΤΕΙ δεν φέρνει σε καλύτερη θέση τους απόφοιτους σε σχέση με τα επαγγελματικά δικαιώματα

Καλλιεργείται αυτή η λανθασμένη προσέγγιση από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και το Υπουργείο αποσιωπώντας τεχνηέντως ότι τα ΤΕΙ θεωρούνται ήδη από το 2001 Ανώτατα ιδρύματα (ΑΤΕΙ) και στο εθνικό και ευρωπαικό πλαίσιο προσόντων (πλαίσιο ταξινόμησης των προσόντων, δηλαδή των τίτλων σπουδών) βρίσκονται στην ίδια βαθμίδα με τα ΑΕΙ (Επίπεδο 6). Άρα, τα επαγγελματικά δικαιώματα δεν είναι περισσότερο εξασφαλισμένα με το πτυχίο ΑΕΙ αλλά ρευστοποιούνται και κατακερματίζονται. Αυτό συμβαίνει καθώς φτιάχνονται υπερτμήματα με καμία ακαδημαική-επιστημονική συνάφεια στα οποία επιλέγεις κατεύθυνση και με αυτό τον τρόπο αίρεται η ενιαιότητα γνωστικού αντικειμένου-ενιαιότητα πτυχίου υποβαθμίζοντας έτσι την αξία τους. Εκτός αυτού πολλά μαθήματα του βασικού κορμού σπουδών μεταφέρονται εκτός προπτυχιακού κύκλου σπουδών (σεμινάρια, μεταπτυχιακά κτλ) αφαιρώντας έτσι επαγγελματικά δικαιώματα από το πτυχίο. Όλο αυτό το πλαίσιο συνθέτει μια εικόνα συμπίεσης προς τα κάτω της εργασιακών δικαιωμάτων αλλά εκτός αυτού ανοίγει το δρόμο για την διάσπαση των πτυχίων και την αντικατάσταση τους από ατομικούς φακέλους προσόντων που θα προσαρμόζονται με βάση τα μαθήματα επιλογής, την κατεύθυνση, τα σεμινάρια, τις πιστωτικές μονάδες κοκ .

ii) Η ανωτατοποίηση των ΤΕΙ είναι ένα νέο Σχέδιο Αθηνά

Παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αποκρύψει αυτή την πτυχή των νομοσχεδίων είναι εκκωφαντικά σαφές ότι οι προωθούμενες αλλαγές διαπνέονται από την ίδια πολιτική λογική με το Σχέδιο Αθηνά, που προέβλεπε δεκάδες καταργήσεις/συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολών πανελλαδικά. Η μνημονιακή κανονικότητα στο χώρο της Παιδείας μεταφράζεται σε μειωμένους προυπολογισμούς, ελλείψεις στις υποδομές και υποστελέχωση διοικητικών/ακαδημαικών υπηρεσιών. Τα θύματα αυτής της πολιτικής είναι τα τμήματα που δεν είναι τόσο προσοδοφόρα για το κεφάλαιο, που καταργήθηκαν εν μία νυκτί για να μειωθεί το κόστος. Το ίδιο αποδεικνύει η συγχώνευση άσχετων επιστημονικών κλάδων μεταξύ τους (πχ οδοντοτεχνική,αισθητική). Σε αυτό το φόντο αντί για προσλήψεις καθηγητών διδακτορικοί φοιτητές καλούνται να καλύψουν τα κενά με μισθούς πείνας ή και αμισθί.

iii) Τι ισχύει με τα 5ετή;

Κάποιες σχολές (κυρίως οι μηχανικοί) έχουν 5ετή προγράμματα σπουδών και θεωρούνται ότι ενσωματώνουν το τελευταίο έτος ως master (μεταπτυχιακό) με αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα (επίπεδο 7 εθνικού πλαισίου προσόντων). Η συγκρότηση 4ετών προγραμμάτων σπουδών στο ΠΔΑ με το ίδιο επιστημονικό αντικείμενο συμπιέζει προς τα κάτω τα εργασιακά δικαιώματα όλων των αποφοίτων, ωθεί τους φοιτητές του ΠΔΑ σε αναζήτηση τίτλων, πιστοποιητικών, προσόντων εκτός του προπτυχιακού κύκλου και κυρίαρχα πιέζει προς την κατεύθυνση άρσης των 5ετών προγραμμάτων συνολικά στην κατεύθυνση της συνθήκης της Μπολόνια (3+1).

ε. Ενίσχυσης της επαγγελματικής εκπαίδευσης-Οι αλλαγές στα ΕΠΑΛ

Δύο κεντρικοί στόχοι από πλευράς κράτους (μείωση εισακτέων, ενίσχυση της δια βίου μάθησης) γίνεται προσπάθεια να υλοποιηθούν και με τις σαρωτικές αλλαγές στα ΕΠΑΛ που στοχεύουν στην πριμοδότηση και ενίσχυση του ρόλου τους (έχουν ήδη ξεκινήσει ακόμα και διαφημιστικά σποτ του Υπουργείου). Είναι ενδεικτικό ότι την ίδια ώρα που σχολεία συγχωνεύονται και οι ελλείψεις σε υλικοτεχνικές υποδομές συνεχίζονται η χρηματοδότηση των ΕΠΑΛ αυξάνεται. Αλλά οι προθέσεις δεν είναι η πραγματική ενίσχυση των επιλογών των μαθητών που φοιτούν σε αυτά. Η επαγγελματική εκπαίδευση ανέκαθεν απευθυνόταν στα πιο ταξικά κομμάτια της νεολαίας και το Κράτος βρήκε ένα νέο τρόπο να εντείνει την εκμετάλλευση τους.

Η κυβέρνηση επιθυμεί να αλλάξει το ποσοστό εισαγωγής μαθητών σε ΓΕΛ-ΕΠΑΛ με την ενίσχυση του δεύτερου. Οι μαθητές που ακολουθούσαν τον δρόμο της επαγγελματικής εκπαίδευσης έδιναν ειδικές εξετάσεις με δυνατότητα εισαγωγής σε ΤΕΙ στο 20% και σε ΑΕΙ 1%. Αν και τυπικά η Κυβέρνηση αφήνει το ποσοστό των ΤΕΙ ανέπαφο και αυξάνει το ποσοστό για τα ΑΕΙ στο 5% η προοπτική των αποφοίτων φαντάζει εν τέλει μια περιδιάβαση στον κύκλο μαθητεία-ελαστική εργασία-ανεργία. Πιο συγκεκριμένα:

i) Συγχωνεύσεις/Μετατροπή ΤΕΙ σε ΑΕΙ

Όπως αναλύθηκε παραπάνω η κατεύθυνση ανωτατοποίησης των ΤΕΙ έχει ξεκινήσει ήδη και προοδευτικά θα αφήσει την ειδική μνεία του 20% άνευ περιεχομένου.(στην Αθήνα ισχύει ήδη μετά την δημιουργία του ΠΔΑ).

ii) Διετή Προγράμματα Σπουδών

Συγκροτούνται εντός των πανεπιστημίων Κέντρα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ΚΕΕ) τα οποία θα συγκροτούν 2ετή προγράμματα σπουδών με εισαγωγή χωρίς εξετάσεις, ειδικά για απόφοιτους ΕΠΑΛ, πλήρως εξειδικευμένα και μερικά προσανατολισμένα στην στείρα κατάρτιση, μπας και προσόντων μπας και καταφέρουν να καλύψουν βραχυπρόθεσμα σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου). Η μη αναφορά διδάκτρων δεν μας εφησυχάζει σε καμία περίπτωση. Τα πιστοποιητικά που δίνουν αυτά τα προγράμματα είναι επιπέδου 5 στο εθνικό πλαίσιο προσόντων ενώ των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ είναι 6.

iii) Θεσμός Μαθητείας

Το προαιρετικό μεταλυκειακό έτος-μαθητεία βάζει τους νέους σε μια διαδικασία ευέλικτης εργασίας με μισθούς χαμηλότερους του κατώτατου μισθού (75%) και ιδεολογικά καλλιεργεί τη συναίνεση στην εργασιακή εκμετάλλευση.

Από ένας καθεστώς, λοιπόν, στο οποίο οι μαθητές των ΕΠΑΛ είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες να έχουν πρόσβαση στα ενιαία ισχυρά πτυχία των ΤΕΙ, μαζικά κομμάτια της νεολαίας εξωθούνται στην τεχνική εκπαίδευση, σε ένα καθεστώς κακοπληρωμένης εργασίας με μόνη πραγματική δυνατότητα τα 2ετή προγράμματα σπουδών, τα σεμινάρια και το χτίσιμο ατομικού φακέλου δεξιοτήτων, χωρίς καμία εξασφάλιση.

στ. Παιδαγωγική Επάρκεια-διάσπαση ΦΠΨ

Η παιδαγωγική επάρκεια είναι το επαγγελματικό δικαίωμα που αφορά τις καθηγητικές σχολές και εξασφαλίζει την δυνατότητα στους αποφοίτους να μπορούν να δουλέψουν ως δάσκαλοι, καθηγητές κτλ. Μέχρι πρόσφατα η επάρκεια ήταν ενσωματωμένη στο πτυχίο για όλους τους αποφοίτους και στο πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνονταν υποχρεωτικά μαθήματα διδακτικής. Από το 2010, σε μια συνολικότερη κατεύθυνση απόσπασης επαγγελματικών δικαιωμάτων από το πτυχίο, έχει ξεκινήσει μια διαδικασία αμφισβήτησης αυτού του κεκτημένου. Μετά την πρόταση του ΙΕΠ (Ινστιτούτο εκπαιδευτικής πολιτικής) φέτος στις αρχές του ακαδημαικού έτους που ανέφερε τη συγκρότηση μια παράλληλης δομής παροχής πιστοποιητικών διδακτικής επάρκειας, ήρθε εντελώς απροειδοποίητα και μέσα στο καλοκαίρι τροπολογία του Υπουργείου που ανοίγει το δρόμο σε αυτή την κατεύθυνση. Δίνει τη δυνατότητα στα ΑΕΙ να ιδρύουν παράλληλα προγράμματα σπουδών εκτός του βασικού κύκλου που θα εκδίδουν τέτοια πιστοποιητικά ή μεταθέτει την απόκτηση τους σε μεταπτυχιακά ή πτυχία ΑΣΠΑΙΤΕ, προφανώς με πιθανή την επιβολή διδάκτρων. Μάλιστα, θέτει όριο στον αριθμό των συμμετεχόντων σε αυτά τα προγράμματα. Η ενσωμάτωση στα πτυχία της επάρκειας για τις παραδοσιακές παιδαγωγικές σχολές (Φιλολογία, Παιδαγωγικό κτλ) δεν αποτελεί εχέγγυο καθώς αφενός αφήνει τόσες άλλες σχολές και τους φοιτητές τους χωρίς καμία εξασφάλιση και αφετέρου όλα προμηνύουν ότι θα υπάρχουν στο μέλλον ανακατατάξεις.

Σε σχέση με το ΦΠΨ η περσινή απόφαση της διοίκησης περιλάμβανε τον διαχωρισμό του τμήματος αυτοτελώς σε Τμήμα Φιλοσοφίας(δικαιώματα φιλογόλου), τμήμα Ψυχολογίας (δικαιώματα Ψυχολόγου) και Παιδαγωγικής, που ανοίγε την πόρτα το νέο τμήμα Παιδαγωγικής (πρώην «Π» από ΦΠΨ) να αποτελέσει το ίδιο την παράλληλη δομή που θα δίνει πιστοποιητικά αφαιρώντας έτσι την επάρκεια από τα πτυχία. Εν τέλει, το Π μετά την διάσπαση μετατρέπεται σε τμήμα εκπαίδευσης ενηλίκων και αυτό τμήμα παράλληλα με το παιδαγωγικό (ΤΕΑΠΗ) θα διεκδικήσουν το καθένα να αποτελέσει την δομή παροχής των πιστοποιητικών της επάρκειας. Ανεξαρτήτως της έκβασης αυτής της διαδικασίας είναι σαφές ότι το τμήμα εκπαίδευσης ενηλίκων δημιουργείται εκτός των άλλων προκειμένου να μπορεί να διοχετεύει αποφοίτους οι οποίοι θα στελεχώνουν δομές παραχώρησης της διδακτικής επάρκειας.

η. Άσυλο

Προφανώς, σε μια κατεύθυνση μετατροπής του πανεπιστημίου σε ένα χώρο αποστείρωσης που θα λειτουργεί ως πεδίο επιχειρηματικής πρωτοβουλίας το άσυλο συνιστά ένα εμπόδιο. Η μη ουσιαστική κατοχύρωση του από το Νόμο Γαβρόγλου δεν είναι τίποτα μπροστά σε μια συντονισμένη προσπάθεια απονομιμοποίησης του στις συνειδήσεις των φοιτητών. Πολιτικό βάρος σε αυτή την προσπάθεια αποτελεί το Πόρισμα Παρασκευόπουλου που ταυτίζει με επικίνδυνο τρόπο περιστατικά εγκληματικότητας με πολιτικές πρακτικές (στέκια, καταλήψεις κτλ) ακόμα και την κοινωνική αξιοποίηση του πανεπιστημίου (πχ πάρτυ συλλογικότητων). Είναι σαφές για μας ότι το πόρισμα επιτελεί συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα κατασυκοφάντησης του ασύλου, καλλιέργειας κλίματος φόβου και τρομοκρατίας, ποινικοποίησης της αμφισβήτησης και της πολιτικής δράσης. Στο ίδιο μοτίβο και η Νέα Δημοκρατία με τα κυρίαρχα ΜΜΕ που πασχίζουν να αποδώσουν στο πανεπιστήμιο μια ψευδή εικόνας διάλυσης και βίας κινητοποιώντας τα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας. Δεν είναι αληθές ότι οι φοιτητές σπουδάζουν εντός ενός εγκληματικού κέντρου, η εμφάνιση της εγκληματικότητας είναι παντού γιατί έχει κοινωνικές αιτίες και είναι αποσυνδεδεμένη από το άσυλο. Η πλήρης πειθάρχηση του φοιτητικού κόσμου και  η αστυνόμευση των σχολών δεν έχει στόχο να προστατεύσει κανέναν αλλά απλά είναι η αφορμή για να επιβάλλεται το δόγμα νόμος και τάξη, η άρση των αντιστάσεων και της πολιτικής αμφισβήτησης.

Η ενεργοποίηση των συλλόγων, το ζωντάνεμα των διαδικασιών τους και η υπεράσπιση του κοινωνικού χώρου του πανεπιστημίου  είναι τα μόνα που συνομιλούν με την διασφάλιση του ασύλου. Η αύξηση της χρηματοδότησης για την παιδείας, οι προσλήψεις διοικητικών υπαλλήλων και η ηλεκτροφώτιση όλων των χώρων των σχολών είναι στην πράξη πολιτικά αιτήματα που έχουν νόημα και απονομιμοποιούν την αντιδραστική αντζέντα που έχει στηθεί σε βάρος ενός από τους λίγους χώρους αμφισβήτησης, ελευθερίας και αντίστασης που μας έχει απομείνει. Είναι δική μας ευθύνη τόσο ιδεολογικά όσο και υλικά να διασφαλίσουμε ότι το άσυλο θα είναι όπλο όχι απλά στα χέρια των ΦΣ αλλά συνολικά για τα καταπιεζόμενα κομμάτια της κοινωνίας.

3. Ταυτότητα φοιτητή-καθημερινότητα στις σχολές φοιτητικό κίνημα

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου η ανάπτυξη της τεχνολογίας διεξάγεται με ταχύτατους ρυθμούς και σαν φυσικό επόμενο η  πρόσβαση στην πληροφορία  είναι εξαιρετικά προσιτή . Αυτή η συνθήκη όπως είναι επόμενο έχει δώσει την δυνατότητα στην νέα γενιά να είναι σε μεγάλο βαθμό μορφωμένη και καταρτισμένη. Παρ όλα αυτά η συνθήκη αυτή δεν είναι επαρκής για μια καλύτερη εργασιακή προοπτική. Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες, λόγω και μνημονίων αναγκάζουν ένα μεγάλο ποσοστό της νεολαίας να εργαστεί κάτω από συνθήκες επισφάλειας και μαύρης εργασίας. Έχει δημιουργηθεί πλέον μια κανονικότητα που οι νέοι/ες προκειμένου να μπορούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις του σήμερα αναγκάζονται να δουλεύουν. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως ένα τέτοιο πλαίσιο δεν θα μπορούσε να αφήνει ανεπηρέαστο και τον ανθρωπότυπο του/της φοιτητή/τριας. Οι συνθήκες φοίτησης είναι πολύ πιο δυσχερείς σε σχέση με παλαιότερα. Μια λογική που έλεγε πως ο φοιτητής μπορούσε να βασιστεί οικονομικά όσο σπουδάζει στην οικογένεια του οριακά πλέον δεν υφίσταται και αυτό γιατί με τις μνημονιακές πολιτικές όλες οι πηγές εισοδημάτων (μισθοί, συντάξεις) αλλά και τα οικονομικά αποθέματα των οικογενειών ,που με τόσο κόπο μάζεψαν, συρρικνώθηκαν σε τεράστιο βαθμό. Ένα τέτοιο τοπίο έχει οδηγήσει πολλούς/ες φοιτητές/τριες στο να εργάζονται όχι μόνο γιατί δεν μπορούν να  σηκώνουν αλλιώς το βάρος των σπουδών τους αλλά και γιατί κρίνεται πολλές φορές αναγκαία η οικονομική συνεισφορά τους στην οικογένεια. Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με ένα πολύ διαφορετικό μοντέλο φοιτητή αυτό του φοιτητή-εργαζόμενου όπου οι συνθήκες διαβίωσης του μεταπίπτουν σε συνθήκες επιβιωτισμού.

Πάνω σε αυτό το πλαίσιο οι απαιτήσεις εντός των σχολών έρχονται να δυσχεράνουν το τοπίο, καθώς διαμορφώνουν ακόμα πιο πιεστικούς ορούς για τους/τις φοιτήτριες. Όρους μέσα από τους οποίους αναπτύσσεται και κατοχυρώνεται σταδιακά μια νοοτροπία φοιτητή που τον θέλει να ασχολείται σε ακραίο βαθμό με τις επιδόσεις του, μια νοοτροπία που επιτάσσει ως μοναδική ενασχόληση εντός του Πανεπιστήμιου τα μαθήματα. Έτσι λοιπόν μια αντίληψη που θέλει το Πανεπιστήμιο ως χώρο πολύπλευρης ανάπτυξης των φοιτητών ,καλλιέργειας των κοινωνικών τους ευαισθησιών και κέντρο αμφισβήτησης και συλλογικού αγώνα φθίνει και σταδιακά αντικαθίσταται από μια άλλη , αυτήν του πανεπιστήμιου ως κέντρο κατάρτισης με όρους μαθητείας. Αποτέλεσμα αυτού δεν είναι μόνο μετάπτωση του φοιτητή σε μαθητή, όπου ο ελεύθερος του χρόνος στην καλύτερη συνιστά γκρίζα ζώνη ανάμεσα στη σχολή και στο σπίτι, όταν δεν γεμίζει από ασκήσεις εργασίες ή ώρες εργασίας , αλλά και η «ποινικοποίηση» της πολιτικής ενασχόλησης. Αυτή η άρνηση στην πολιτική ενασχόληση απορρέει από μια αντίληψη που την αντιμετωπίζει ως σπάταλη χρόνου και καταλήγει πως η συλλογική διεκδίκηση και οι κινηματικές διεργασίες δεν μπορούν να απαντήσουν στις ανάγκες του. Η απάθεια, η αδράνεια και η υποταγή στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις ,αλλά και στις γενικότερα αντιδραστικές αλλαγές στην κοινωνία πηγάζει ακριβώς από μια τέτοια αντίληψη. Επόμενο είναι τη περίοδο αυτή η στροφή των φοιτητών προς τον ατομικό δρόμο να είναι αρκετά μεγάλη. Οι φοιτητές λόγω και της δύσκολης εργασιακής προοπτικής  μετακινούνται όλο και περισσότερο σε μια αντίληψή της μόρφωσης με ορούς συλλογής προσόντων και ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνονται την εκπαιδευτική διαδικασία μέσα από το πρίσμα της προσωπικής αυτοβελτίωσης. Αυτή η ανταγωνιστική αντιμετώπιση της γνώσης από τους φοιτητές οδηγεί αναπόφευκτα σε συνεχείς κύκλους επανάκαταρτισης και σε ένα αέναο κυνήγι δεξιοτήτων και άρα σε ένα τεχνοκρατικό μοντέλο γνώσης με απουσία του κοινωνικού πρόσημου και έλλειψη ευαισθησίας για τις ανάγκες της κοινωνίας. Η ανταγωνιστικότητα αυτή προφανώς ενισχύεται και από την δύσκολη οικονομική δυνατότητα των φοιτητών που τους επιβάλλει την όσο πιο γρήγορη ολοκλήρωση των σπουδών τους.

Μέσα σε όλο αυτό το πλαίσιο το φοιτητικό κίνημα δεν έχει καταφέρει ακόμα να δώσει επαρκείς απαντήσεις στο σήμερα που να εμπνεύσουν το κόσμο και να τον εντάξουν σε μια διαδικασία συλλογικής διεκδίκησης. Μια ειδοποιός διαφορά σε σχέση με τα κινήματα που αναπτύχθηκαν την προ ΣΥΡΙΖΑ περίοδο, έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Η εφαρμογή των νόμων για την Παιδεία κατά την διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δημιουργεί μια νέα κατάσταση κατά την οποία πτυχές της αναδιάρθρωσης εφαρμόζονται ανά ίδρυμα ή και ανά γνωστικό αντικείμενο, με διαφορετικές χρονικότητες, κάνοντας έτσι πιο δύσκολη την δημιουργία μιας πιο κεντρικοποιημένης και μαζικής αντίστασης. Την ίδια στιγμή οι αλλαγές που φέρνουν οι διοικήσεις των σχολών, στόχο έχουν ένα πιο σφιχτό εντατικοποιημένο περιβάλλον σπουδών. Αναπόφευκτα, πάνω στη λογική των φοιτητών να ανταπεξέλθουν στις περιορισμένες χρονικότητες, δημιουργείται ένα έφορο έδαφος για τον ατομισμό ως της πιο σίγουρης και εύκολης απάντησης στα προβλήματα τους. Οι γρήγοροι πλέον ρυθμοί και η εντατικοποιημένη καθημερινότητα, ενισχύουν τον ατομισμό, ως κάτι το βραχυπρόθεσμα αποτελεσματικό, εν αντιθέσει με τη δυσκαμψία που ενέχει πολλές φορές η μόρφωση μίας πιο συλλογικής απάντησης. Απόρροια αυτών είναι η οριοθέτηση σε πολύ στενά πλαίσια της συμμετοχής των φοιτητών σε συλλογικές διαδικασίες και της ύπαρξής τους με πιο οργανικούς όρους μέσα στις σχολές.

Οι ίδιες συνθήκες που περιγράφονται παραπάνω δεν θα μπορούσαν παρά να επηρεάζουν και τα συνδικαλιστικά υποκείμενα στους χώρους των Πανεπιστημίων. Η εντατικοποιημένη καθημερινότητα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία για πιο ενεργή ενασχόληση με τη συλλογικότητα και τις διαδικασίες των συλλόγων. Ένα μοντέλο συνδικαλιστή όπως αυτό που διαμορφώθηκε τα περασμένα χρόνια, ένα μοντέλο full-time παρέμβασης, δεν μπορεί να ακολουθηθεί μέσα στους γρήγορους ρυθμούς που επιβάλλουν οι νέες καθημερινότητες. Παρόλα αυτά, μία ανάλυση, δεν μπορεί να περιορίζεται στη διαπίστωση ότι «ο γιαλός είναι στραβός». Κατά βάσην θα πρέπει να εκκινά από τη διαπίστωση ότι το υπάρχον συνδικαλιστικό μοντέλο, το πώς «αρμενίζουμε» δηλαδή, όπως αυτό που μπορούσε να ενισχύει την πολιτική συμμετοχή την περίοδο του μεγάλου αγώνα κατά της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης το 2006-7 και που συνέβαλε στην μαζικοποίηση των τότε φοιτητικών αγώνων είναι πλέον ξεκάθαρο πως δεν μπορεί να δώσει συνολικές απαντήσεις. Η δομή του φοιτητικού κινήματος, μέσα από λογικές πρωτοπορίας, μάξιμουμ πλαισίων και μίας άκαμπτης τοποθέτησης, που οριοθετούσε σε συγκεκριμένα πλαίσια συζήτησης και δράσης το φοιτητικό κίνημα, όχι απλά δρα ανασταλτικά αλλά δεν αφήνει περιθώρια εμπλοκής ανένταχτων φοιτητών.  Μέσα από αυτό το μοντέλο, το φοιτητικό κίνημα καταλήγει να καθοδηγείται μέσα από μία διαπάλη κομματικών γραμμών, που περιορίζεται σε ένα γενικό πλαίσιο και δεν μπορεί να αφουγκραστεί το πως το μερικό επιδρά στην καθημερινότητα του κάθε φοιτητή και φοιτήτριας. Ένα τέτοιο βραδυκίνητο μοντέλο που αδυνατεί να παράξει γρήγορα απαντήσεις και αντιστάσεις.

Η υποχώρηση του φοιτητικού κινήματος, δεν πρέπει όμως να εξηγηθεί μόνο από μία ανάλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται στο φοιτητικό. Αλλά πολλώ δε μάλλον, συνδέεται και με τη συνολικότερη ύφεση του κινήματος και με τη διάχυτη απογοήτευση στην κοινωνία, μετά και την ήττα του εγχειρήματος ΣΥΡΙΖΑ. Το κομμάτι εκείνο της νεολαίας, που σε δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, έβλεπε τη μόρφωση μίας εναλλακτικής πολιτικής, διεκδίκησε μία άλλη προοπτική και απέκτησε ρηξιακά χαρακτηριστικά. Η περίοδος μετά το καλοκαίρι του 2015, κατάφερε να παροπλίσει ένα κομμάτι της νεολαίας και να το οδηγήσει στην αποστράτευση ή στην ενσωμάτωση. Το ίδιο κομμάτι της νεολαίας όμως, που αντιλήφθηκε την ανάγκη για μία εναλλακτική πολιτική, δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί ξανά μία τέτοια αναγκαιότητα. Οι αγώνες και τα κινήματα που αναπτύχθηκαν, είναι χαραγμένα στη συλλογική μνήμη.

Την ίδια ώρα, υπάρχει και ένα κομμάτι της φοιτητικής νεολαίας (γενιά 2000), που δεν έχει αναπαραστάσεις και βιώνει την υπάρχουσα κατάσταση ως κανονικότητα. Οι φοιτητές αυτοί, μέσα σε αυτό το εντατικοποιημένο και ασφυκτικό πλαίσιο χωρίς να έχουν γνωρίσει αναπαραστάσεις νίκης αλλά και χωρίς να έχουν γνωρίσει την απογοήτευση της ήττας μπορούν να αντιληφθούν με άλλους όρους την αναγκαιότητα της αντίστασης και να αποτελέσουν το υποκείμενο της ρήξης. Αυτό το κομμάτι έχει συσσωρεύσει οργή και αγανάκτηση και επειδή νιώθει ότι βρίσκεται στο σημείο μηδέν αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο να χάσει. Αυτή η αγανάκτηση και τα ρηξιακά χαρακτηριστικά αποτυπώνονται και μέσα από την αμφισβήτηση του κυρίαρχου τρόπου ζωής και διασκέδασης, μέσα από την διαμόρφωση μίας κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από την αίσθηση του δικαίου, από ανάγκη για ελευθερία και αντιφασιστικά προτάγματα. Μίας κουλτούρας που αν και βρίσκεται σε ένα πρώιμο υλικό στάδιο, μπορεί να αποτελέσει την μαγιά ενός νέου τρόπου και χώρου πολιτικής. Κρίνεται σημαντικό η αριστερά να πατήσει σε αυτά τα προωθητικά χαρακτηριστικά της νεολαίας και να προσπαθήσει να τα εμβαθύνει, πάνω σε μια λογική πολιτικής αναβάθμισης τους. Αναβάθμισης που θα ενεργοποιεί αυτό το κομμάτι κόσμου και θα το εντάσσει σε τροχιά αγωνιστικής διεκδίκησης.

4. Οι δικές μας απαντήσεις

Η οξυμμένη επίθεση που περιγράφεται παραπάνω  σε συνδυασμό με την ποινικοποίηση της πολιτικής, την αποπολιτικοποίηση και το δόγμα του TINA δημιουργούν την ανάγκη να ξανά γίνει η πολιτική και η συλλογική ζωή γενικότερα  οργανικό κομμάτι εντός των συλλόγων για την ανατροπή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Αν και η κατάσταση αυτή μοιάζει να είναι παγιωμένη στου περισσότερους συλλόγους τα προηγούμενα χρόνια, ξεκινώντας από την προηγούμενη χρονιά και φτάνοντας στο σήμερα, βλέπουμε το πως μία σειρά από συλλόγους, έστησαν μαζικές  εστίες αντίστασης. Ανεξαρτήτως επίτευξης υλικών νικών (οι καθεστωτικές δυνάμεις  καταφέρνουν ακόμα να συγκροτούν αντιδραστικά μπλοκ μέσα στις σχολές), στο σήμερα όπως και σε κάθε χρονική στιγμή είναι ύψιστης σημασίας και με ιδεολογικούς όρους να συγκροτούνται μπλοκ αγώνα και να κατεβαίνει το φοιτητικό δυναμικό στον δρόμο και να διεκδικεί. Με αυτή τη βάση και προς αυτή την κατεύθυνση δε μπορούμε παρά να ιεραρχήσουμε  τις γενικές συνελεύσεις, ως το πιο δημοκρατικό και σημαντικό όργανο των φοιτητικών συλλόγων, για τη δημιουργία αναχωμάτων κόντρα στην επίθεση που δεχόμαστε. Σε μια περίοδο υποχώρησης μιας πανελλαδικής κίνησης που θα αντιπαρατίθενται με τις κυβερνήσεις συνολικά συμπυκνώνεται μια πολιτική δυναμική με την δημιουργία ρηγμάτων απέναντι στο κυρίαρχο και αφήνει ορατή την υπόθεση η νεολαία να ζει και να σπουδάζει με αξιοπρέπεια. Αναγνωρίζοντας το αποσπασματικό της επίθεσης και την ιδιαιτερότητα κάθε κοινωνικού χώρο, είναι πρώτιστο μέλημα μας το επόμενο διάστημα να παίξουμε καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια επανενεργοποίησης των ΓΣ με το βλέμμα στραμμένο στο μπλοκάρισμα των διδάκτρων, την διεκδίκηση συλλογικών επαγγελματικών δικαιωμάτων, την υπεράσπιση του ασύλου και την τοποθέτηση με εμφατικούς όρους των αναγκών της νεολαίας στο επίκεντρο. Στοχοπροσηλωμένοι/ες στο αύριο και επηρεασμένοι/ες σίγουρα από τις  νίκες του χθες, πρέπει να δώσουμε συνολικές αγωνιστικές απαντήσεις. Με αυτό τον τρόπο μπορούμε να καταφέρουμε να απαντήσουμε στην απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών, στην αποστροφή της πολιτικοποίησης και στην ενσωμάτωση στην μη ύπαρξη εναλλακτικής, στοιχεία που συντελούν στην ομαλή επιβολή του σχεδίου του αντιπάλου.

Μέσα στο ξέσπασα του φοιτητικού κινήματος έχει σημασία να αξιοποιήσουμε και τον πειραματισμό, ο οποίος ουσιαστικά καλείται να απαντήσει πάνω σε υπαρκτές παθογένειες. Στο χέρι μας είναι να βρούμε εκείνους του τρόπους  που θα εμβαθύνουν την δημοκρατία και θα διευρύνουν τη συμμετοχή και έτσι θα μετατρέπουν τις συνελεύσεις σε χώρο ζωτικής ύπαρξης όλων ων φοιτητών/τριών όπου με οριζόντιο τρόπο θα συζητούν, αποφασίζουν και συνυλοποιούν. Ξεκινώντας από τα άμεσα εφαρμόσιμα –αν και εφόσον υπάρχει η πολιτική βούληση-όπως η συνδιαμόρφωση ανοιχτού πλαισίου και ο τρόπος συγκρότησης και σύστασης του προεδρείου. Μέχρι τα πιο μεγάλα, όπως αμιγώς θεματικές συζητήσεις που θα περιστρέφονται γύρο από ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Κοινή συνισταμένη και επιδίωξη όλων αυτών θα πρέπει να αποτελεί η επιδίωξη της συμμετοχή με ισότιμους όρους των ανένταχτών αγωνιστών/τριων των συλλόγων, αυτό εξυπηρετεί τόσο την διεύρυνση της απεύθυνσης των αιτημάτων μας αλλά και τη σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών/τριών. Παράλληλα στην αναβάθμιση της συνέλευσης θα συνέβαλε και η ανακοινωμένη ανοιχτή συνδιαμόρφωση πλαισίου σε προηγούμενη ημέρα από αυτή. Αυτή η διαδικασία θα ήταν εφαλτήριο ώστε να απαγκιστρωθεί η αριστερά από τη λογική των πλαισίων πλατφόρμας ή κοπτο-συρραφής χωρίς προηγούμενο πολιτικής κουβέντας. Ενώ είναι προνομιακό πεδίο για να εξυπηρετήσουμε την αντίληψη μας για την καταπολέμηση του μαξιμαλισμού ακριβώς για να αφήνεται πεδίο στους ανένταχτους αλλά και να αναδεικνύεται κάθε φορά η αιχμή της συνέλευσης. Κατά αντιστοιχία  και η τοποθέτηση ανένταχτών στο προεδρείο, η τήρηση του χρονικού περιθωρίου στη τοποθέτηση είναι κινήσεις που συμβάλουν σε αυτά που αναφερθήκαμε παραπάνω. Αυτό μπορεί  να επιτευχθεί και με την κατάθεση ψηφισμάτων σε κάθε συνέλευση. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η δημιουργία πρωτοβουλιών σε συλλόγους με μειωμένα κινηματικά αντανακλαστικά που στόχο θα έχει την δημιουργία ενός πολιτικού οχήματος το οποίο θα αποτελείται και από ανένταχτο δυναμικό  και θα θέτει επιτακτικά το ζήτημα πολιτικής ενεργοποίησης του συλλόγου.

Σε αυτό το σημείο έχει νόημα να δούμε και την μεθοδολογία του ίδιου του φοιτητικού κινήματος. Κυριαρχεί μια πολιτική λογική που θέτει το μάξιμουμ της πολιτική ατζέντας εντός της συνέλευσης με άμεσους όρους μη συνομιλώντας επί της ουσίας με τους δεδομένους συσχετισμούς και τα χαρακτηριστικά της νεολαίας. Εδώ συγκρούεται και η δική μας οπτική για τον ριζοσπαστισμό, αφού σε αντίθεση με άλλες δυνάμεις δεν τον θεωρούμαι προαπαιτούμενο, αλλά αναγνωρίζουμε ότι αποτελεί μία διαρκή – καθημερινή διαδικασία, που ξεκινάει από τις μικρές υλικές ανάγκες και στην συνέχεια κλιμακώνεται και στις μεγαλύτερες. Ο μινιμαλισμός είναι μια πολιτική αντίληψη για την άσκηση πολιτικής που αίρει τις διαχωριστικές οργανωμένων και μη, ενισχύει τη συμμετοχικότητα και εντάσσεται σε μια διαδικασία σταδιακού χτισίματος του ριζοσπαστισμού με πολιτικοποίηση και αναβάθμιση των αιτημάτων. Εντός της περιόδου όξυνσης της ταξικής πάλης(2012-2015) είχε πολιτική ουσία η κοινωνική σύγκρουση να μεταφερθεί και μέσα στις σχολές και αυτό όριζε ως πολιτικά αναγκαίο το άνοιγμα της συζήτησης για την κεντρικοπολιτική αντιπαράθεση χωρίς δεύτερες σκέψεις. Στο σημερινό δυσμενή ταξικό συσχετισμό και με φόντο την υποχώρηση του συλλογικού προυποτίθεται μια διαδικασίας πολιτικής συνειδητοποίησης η οποία δεν μπορεί να ξεκινάει από ευρύτερες κοινωνικές αντιθέσεις αλλά από καθαρότερες αιχμές για την φοιτητική καθημερινότητα και τις ανάγκες μας που θα αποτελέσουν την βάση γα το στήσιμο μαζικότερων κινήσεων που πολιτικά θα αναβαθμίζουν την συγκρότηση τους.

Επιπλέον σε μια περίοδο που το πανεπιστήμιο μετατρέπεται από έναν χώρο πολιτικής και πολιτιστικής αναζήτησης σε ένα στείρο εξεταστικό κέντρο χρέος μας είναι να επανοικειοποιηθούμε τον κοινωνικό μας χώρο, να ξαναδώσουμε ζωή στους συλλόγους και να επαναφέρουμε την πολιτική στο προσκήνιο. Βέβαια η διαδικασία αυτή, είναι μία διαρκής προσπάθεια συγκρότησης συλλογικών αναπαραστάσεων η οποία ξεκινάει από την επιστροφή μας στους κοινωνικού μας  χώρους και συνεχίζεται με φεστιβάλ, αντιμαθήματα, συλλογικές αναγνώσεις κ.α. Οικοδομώντας ουσιαστικά την καθημερινότητά μας όπως ακριβώς την οραματιζόμαστε μέσα από πολιτικά και πολιτιστικά αντιπαραδείγματα. Ακριβώς, επειδή το πανεπιστήμιο δεν είναι αποκομμένο από την κοινωνική κίνηση, οφείλουμε να δούμε και το πως θα το συνδέσουμε με άλλες πτυχές της, είτε αυτή είναι η επίθεση στα εργασιακά, είτε ο σεξισμός ή ο φασισμός. Σε μια λογική να φτιαχτεί ένα συνεχές πολιτικοποίησης της φοιτητικής καθημερινότητας η σύνδεση τέτοιων πτυχών της επίθεσης με το Πανεπιστήμιο μπορεί να γίνει και μέσα από θεματικές πρωτοβουλίες  και καμπάνιες όπου με τη συμβολή και ανένταχτου κόσμου θα ανοίγουν τέτοια ζητήματα στον σύλλογο είτε με εκδηλώσεις είτε με δράσεις κοντά στη σχολή, όπου αυτό είναι δυνατό. Τέτοιες πρωτοβουλίες είδαμε πριν 2 χρόνια σε διάφορες σχολές πάνω στο ζήτημα του προσφυγικού με την άμεση εμπλοκή φοιτητών/τριων στη συλλογή και κάποιες φορές και διανομή τροφίμων.

5. Ανασύνθεση, μια πρακτική του σήμερα για τις απαντήσεις  του αύριο

Βρισκόμαστε σε μία χρονική στιγμή που η ανασύνθεση ως προοπτική και πολιτική πρακτική δεν είναι πλέον πρώιμη συζήτηση. Η διαδικασία, όπως εμείς την έχουμε εκκινήσει και παρακολουθήσει στα διαφορετικά πολλαπλά επίπεδα έχει μετρήσει βήματα στο επίπεδο της πολιτικής επικοινωνίας και ζύμωσης, ωστόσο ειδικά από το περσινό έτος, αλλά και την τρέχουσα χρονιά παρατηρούμε μία υποχώρηση. Η υποχώρηση αυτή δεν αφορά στο ότι τα ανασυνθετικά εργαλεία και πρακτικές πάνω στις οποίες κτίζαμε εκλείπουν αλλά ότι παγιώνονται ̇έτσι δεν προβλέπεται το βήμα παραπάνω σε σχέση με τα στρατηγικό μας στόχο αλλά αντιθέτως η στασιμότητα του εγχειρήματος.

Ποιο είναι όμως το εγχείρημα και σε ποια φάση του βρισκόμαστε;

Η ανασύνθεση αφορά σε αυτή τη διαδικασία που έχουμε ουκ ολίγες φορές περιγράψει ως πεδίο αλληλοζύμωσης των αριστερών δυνάμεων για τη σταδιακή σύνθεση της  νέας  Αριστεράς. Με στόχο να απαντήσει στο υπαρκτό πολιτικό κενό αυτής, στην ενσωμάτωση στο TINA και στη ακροδεξιά “αντιδραστική” (με κάθε  τρόπο) πολιτική λογική που διεκδικεί το πεδίο που εμείς αφήνουμε. Κινητήριος  δύναμη της ανασύνθεσης αποτελεί μια αναλλοίωτη αρχή μας  ̇ αυτή της αντίστασης στο δογματισμό, δηλαδή της  απόλυτης πίστης στην αποτελεσματικότητα των αντιλήψεων και πρακτικών μας.  Αυτό, δεν απαιτεί ούτε και σημαίνει την ισοπέδωση των μέχρι τώρα εμπειριών και πολιτικού υποβάθρου των ρευμάτων της αριστεράς,  αλλά πολύ περισσότερο την κριτική και δημιουργική επεξεργασία τους και την επανοηματοδότηση τους στο σήμερα. Πάνω, ακριβώς  στη μαρξιστική θεώρηση των πραγμάτων να οικοδομήσουμε μια αγωνιστική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική πρακτική που θα μας φέρει σε καλύτερες  θέσεις μάχης.

Βρισκόμαστε σε ένα σημείο παγίωσης, όπως προαναφέρθηκε,  και έχει σημασία να εξετάσουμε τι αυτό συνεπάγεται. Σε πρώτο χρόνο, σημαίνει την κατάρριψη της αντίληψης  που ήθελε το φοιτητικό να αποτελεί την κεντρομόλο δύναμη για τη συνολική ανασυγκρότηση της αριστεράς. Και αυτό αντιστρέφοντας το επιχείρημα που το υπερασπιζόταν, δηλαδή ότι ακριβώς επειδή ο φοιτητικός  χώρος είναι συγκροτημένος  δίνει τη δυνατότητα διάδρασης πολύ πιο ενιαία, αυτός είναι και ο λόγος που η φοιτητική αριστερά επιλέγει την ασφάλεια  που της  παρέχει η  καθημερινότητα  των υπαρχόντων μορφωμάτων και της  ιστορίας  που τα συνοδεύει. Παρά τη συνολική απογοήτευση  η φοιτητική πραγματικότητα δεν έχει υποχωρήσει στον ίδιο βαθμό, υπάρχουν ακόμα στιγμές  κινηματικής ανάτασης και πολιτικής  ζύμωσης.  Αυτό για τους  όμορους  χώρους που συνομιλούμε είναι μάλλον  επαρκής πολιτική επιδίωξη μιας και δεν έχουν αναγνώσει -παρά μόνο με ελάχιστες εξαιρέσεις-  την αναγκαιότητα να κάνει  η αριστερά  τομές  με τον εαυτό της.

Έχει σημασία να δούμε εδώ το πώς  τοποθετούνται οι άλλες οργανώσεις πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και εν τέλει και τις επιλογές για εμάς. Πρώτα όμως αξίζει να επισημάνουμε δύο σημεία: σε πρώτο χρόνο οι τοποθετήσεις των οργανώσεων δεν αλληλεπιδρούν ευθέως με τους κοινωνικούς χώρους και ακόμη και αν το κάνουν, πάγια έχουμε τη θέση να υπερασπιζόμαστε την αυτονομία των σχημάτων και τις ιδιαίτερες επεξεργασίες τους. Έχουμε εξάλλου δει ότι ανά συλλόγους αναιρείται ο κανόνας, όπως για παράδειγμα στη φιλοσοφική που το ενιαίο κατέβασμα συσπειρώνει όλες τις δυνάμεις που έχουν αναφορά στην Αρ.Εν και τα Εαακ. Ενώ σε δεύτερο χρόνο, η κριτική που ασκείται δεν επιδιώκει να εκμηδενίσει καμία πολιτική αντίληψη ή να δημιουργήσει κλίμα πολεμικής αλλά πολύ περισσότερο να διαγνώσει τους όρους με τους οποίους συνομιλούμε και να μας εφοδιάσει με τρόπους να στοιχειοθετήσουμε μια επαρκή πολιτική απάντηση και σχεδιασμό. Μπορούμε, λοιπόν να διακρίνουμε πολλές ταχύτητες στο τρόπο και το περιεχόμενο αντίληψης  της  ανασύνθεσης καθώς και τη στρατηγική τοποθέτηση των οργανώσεων σε σχέση με αυτό το ερώτημα.

Φορέα των ανασυνθετικών διεργασιών των τελευταίων ετών αποτέλεσαν κυρίαρχα οι δυνάμεις που στηρίζουν την εκλογική καταγραφή ΑΡΑΣΥΝ, που περιλαμβάνει όσους χώρους έκριναν αναγκαία την αναβάθμιση της πολιτικής  επικοινωνίας μεταξύ της φοιτητικής αριστεράς. Στο εσωτερικό, όμως  αυτής  μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές αντιλήψεις. Από τη μία για κάποιους  (ΑΡΑΣ, ΔΕΑ, ΡΕΥΜΑ) αποτελεί αυτή τη στιγμή μία πρωτοβουλία που  είναι το επόμενο βήμα για την ανασυγκρότηση  της φοιτητικής αριστεράς  ακόμη και με τη μερική γεωμετρία που αυτή περιλαμβάνει και έστω και με την ασυνεπή, με βάση τα όσα έχουμε περιγράψει, μεθοδολογία.  Δεν παύει να είναι φυσικά ένδειξη των κινήσεων και πολιτικών διεργασιών που  έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, αυτό όμως δε σημαίνει ότι είναι η επαρκής και αναγκαία συνθήκη για τη μερική και άτακτη υπέρβαση των σχημάτων στο όνομα της  άμεσης αποτύπωσης  του αντίπαλου δέους σε όποιον  δεν ενσωματώνεται σε αυτή τη λογική. Δεν φαίνεται τυχαίο να επιθυμούν αυτή την προοπτική οι δυνάμεις που είναι φίλα προσκείμενες στη Λαϊκή Ενότητα, γιατί χωρίς να ενσωματώνουν το ερώτημα των συνολικών τομών με την ταυτότητα της Αριστεράς μοιάζουν πιο πρόθυμες να υπερβούν εδώ και τώρα. Η λογική αυτή της μερικής υπέρβασης παραπέμπει και στο σχέδιο ενός μετώπου εντός και εκτός σχολών στα μέτρα της ΛΑ.Ε. Παράλληλα  μεγάλο κομμάτι αυτής, που μπορεί να ταυτιστεί  με  την ΑΡΑΝ, έχει υποχωρήσει στην αναγκαιότητα υπέρβασης  των εαακ προτείνοντας αυτή η αναβαθμισμένη επικοινωνία να αποβλέπει στην διεύρυνση των ΕΑΑΚ.

Από την άλλη τοποθετείται η μπάντα των εαακ (ΝΚΑ) που επιλέγει την  περιχαράκωση στην   ταυτότητα της εαακ και ασκεί μία σεχταριστική πρακτική με ελάχιστες   πρωτοβουλίες  ανοίγματος  της  ανασυθετικής  συζήτησης  εκτός  και αν αυτή  απολήγει με ευθύ τρόπο  στην διεύρυνση  των εαακ. Με βάση την παραπάνω αντίληψη αυτού του κομματιού της εαακ η υπάρχουσα συγκυρία και υποχώρηση  του  κινήματος  είναι οι συνέπειες  της   μη συγκρότησης  των σχημάτων  στη  βάση  καθαρών  αντικαπιταλιστικών  αιχμών. Η ανασυγκρότηση, λοιπόν  των ΕΑΑΚ είναι και ο στρατηγικός στόχος της Νκα για να δοθούν απαντήσεις στη υπάρχουσα οπισθοχώρηση του κινήματος, και της πολιτική γενικότερα καθώς και στο εκπεφρασμένου πολιτικό κενό στους συλλόγους.

Με βάση τα παραπάνω η συνθήκη αποτυπώνει τις εξής  επιλογές: μετατροπή της ΑΡΑΣΥΝ σε πολιτικό χώρο που θα βλέπει στην άμεση υπέρβαση των σχημάτων,  διεύρυνση των ΕΑΑΚ ή και αναδίπλωση στην ΑΡΕΝ.

Καμία από αυτές δεν αποτελεί απάντηση στα ερωτήματα και την πολιτική λογική και ανάλυση που έχουμε χαράξει. Η μερική υπέρβαση σημαίνει απλώς ανακατανομή δυνάμεων και η διεύρυνση των εαακ μας αποκακρύνει από την προσπάθεια απάντησης στην υπαρκτή κρίση του συνδικαλισμού και της ανάγκης για αναβαθμισμένους,με βάση τις ανάγκες του σήμερα, τρόπους παρέμβασης.

Δε νομίζουμε, όμως  ότι και η δικής μας σεχταριστική αναδίπλωση-απομόνωση είτε υποχώρηση στην πολιτική υπεράσπιση της ανασύνθεσης μπορεί να ωφελήσει συνολικά στην υπόθεση της αριστεράς.  Το δικό μας στοίχημα αφορά όχι απλώς στη συντήρηση της δυναμικής της φοιτητικής  αριστεράς  και ευρύτερα ή του δικού μας σχηματισμού αλλά πολύ περισσότερο στην ενίσχυση της και την επαναφορά της στο προσκήνιο έξω από ετεροκαθορισμούς από τον Σύριζα. Δεν είναι πολιτικά ορθό να απολέσουμε την ανάλυσή μας σε σχέση με την αναγκαιότητα  της ανασύνθεσης γιατί συνδέεται με το  μέλλον και το ρόλο που θα διαδραματίσει η αριστερά πλάι στη νέα γενιά και τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Αυτό που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη, λοιπόν είναι δύο στοιχεία: από τη μία το στρατηγικό μας στόχο που αφορά στην υπέρβαση των σχηματισμών με τη μεγαλύτερη δυνατή γεωμετρία και τη δημιουργία ενός σχήματος ανά κοινωνικό χώρο και από την άλλη την τοποθέτηση αυτού στον άξονα όχι του άμεσου μέλλοντος αλλά στη συνθήκη που υπό το βάρος ραγδαίων εξελίξεων στο κοινωνικό και κινηματικό γίγνεσθαι η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική αριστερά αρχίσει να συνειδητοποιεί την ανάγκη υπερβάσεων και πολιτικών τομών.

Η σημασία του στρατηγικού  στόχου μας δείχνει από μόνη της ότι δεν επιτυγχάνεται από τη μία μέρα στην άλλη αλλά κάθε βήμα μας έχει τα δικό του ειδικό βάρος (τακτικά) προς τη σταδιακή επίτευξη του. Έχει, λοιπόν τη μέγιστη σημασία να συνεχίσουμε να προωθούμε την αντίληψη μας για την ανασύνθεση της αριστεράς, και με έμπρακτο τρόπο, με έμφαση  στη μεθοδολογία που ακολουθούμε και στις αιχμές που επιλέγουμε να επενδύουμε. Χωρίς να ξεχνάμε πως παράλληλα πρέπει να βαθαίνουμε τις δικές μας επεξεργασίες με τα υλικά και την κατεύθυνση που θα θέλαμε -υπο άλλες συνθήκες- να δώσουμε από κοινού και με τους άλλους χώρους.

Στη λογική του ότι τα σχήματα αποτελούν τα κύτταρα διαλόγου για την πολιτική μας συγκρότηση δεν γίνεται παρά οι πρωτοβουλίες είτε για συζητήσεις είτε κινηματικό συντονισμό να εκκινούν απ’ τους ίδιους του συλλόγους και τις ενωτικές πρωτοβουλίες αυτών. Αυτή η λογική άπτεται τόσο της δημοκρατικής λειτουργίας και της  αποτελεσματικότητας του σχεδιασμού μας όσο και για να παρασύρονται σε αυτό όλες οι δυνάμεις της εαακ. Η δημιουργία γεγονότων με βάση τα επίδικα των συλλόγων (όπως μία κουβέντα  για το άσυλο) και όχι η εστίαση σε μία αέναη συζήτηση σε σχέση με τους στρατηγικούς σχεδιασμούς τη αριστεράς, όπως παρατέθηκαν παραπάνω, είναι η μόνη διέξοδος που μπορεί να απελευθερώσει δυνάμεις με όρους κοινωνικής χρησιμότητας αλλά και να παρέχει κοινές αναπαραστάσεις ικανές να δημιουργήσουν παρακαταθήκες που θα φτιάξουν τη μαγιά της Αριστεράς του μέλλοντος.  Σε αυτό το πλαίσιο δε μπορούμε παρά να υπερασπιστούμε και την λογική των κοινών εκλογικών κατεβασμάτων που αποτυπώνουν πρωτόλεια τη νέα φάση της αριστεράς έξω από τη μικροπολιτική και προτάσσουν την φωνή του αγώνα, των διεκδικήσεων και υπερασπίζονται την ίδια την ύπαρξη των συλλόγων και των διαδικασιών τους.

Η ανασύνθεση της αριστεράς, λοιπόν είναι η ίδια στρατηγικός στόχος της αριστεράς στο σήμερα και διαπερνάται από μία σειρά γεγονότων- βημάτων που όχι σε ευθεία γραμμή και ούτε και με σταθερό ρυθμό οδηγούν σε υπερβάσεις είτε σχηματισμών είτε αγκυλώσεων που φέρουμε ως κομμάτια τόσο της υπάρχουσας κοινωνίας όσο και της πολιτικής παρακαταθήκης από τη μεταπολίτευση και έπειτα. Είναι μια διαδικασία τομών και ανακατανομής που εν τέλει περνά και μέσα από τη μετωπική δράση κι λειτουργία. Είναι στο δικό μας χέρι να παλέψουμε για αυτές τις αιχμές αλλά παράλληλα να μην ωθούμαστε στην απογοήτευση μίας και αυτή δε χωρά στο έργο που έχουμε αναλάβει και μέχρι να φτάσουμε σε εκείνη την ιστορική τομή για το μέλλον της αριστεράς  πρέπει να ενδυναμώσουμε τη φωνή μας και να επενδύσουμε στο σχεδιασμό μας, ακριβώς γιατί  είμαστε αναγκαίοι/ες στην υπόθεση της Αντικαπιταλιστικής- ριζοσπαστικής Αριστεράς και στην κοινωνική χρησιμότητα αυτής.

 

In this article