Κείμενο Συμβολής της Συνέλευσης Βάσης Ν.Ο.Π.Ε.

Αρχικά, θεωρούμε ότι πρέπει να κάνουμε μια αποτίμηση αναφορικά με το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, όχι ως εξωγενείς παρατηρητές, αλλά ως πολιτικά υποκείμενα που στην πλειονότητά μας συμμετείχαμε σε αυτό. Η σταδιακή ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν άρχισε παραμονές των εκλογών του 2015, αλλά ήδη είχε ξεκινήσει με τη μετάλλαξή του από κόμμα μελών (κόμμα μαζών) σε, τινί τρόπω, προεδρικοκεντρικό κόμμα. Ταυτόχρονα, η προσχώρηση στον κυβερνητισμό, είτε μέσω της ανάπτυξης της λογικής της ανάθεσης στο κοινωνικό, είτε μέσω των λογικών της συνέχειας του κράτους, δημιούργησαν εκείνες τις συνθήκες της πλήρους αλλοίωσης των χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ ως αριστερού ριζοσπαστικού κόμματος. Συνεπώς για μας, η πορεία των διαπραγματεύσεων και η τροπή που αυτές πήραν δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα της απουσίας ενός πολιτικού σχεδίου υπέρ των υποτελών σε κάθε πιθανή περίπτωση, αλλά κυρίως της απουσίας πολιτικής βούλησης να αμφισβητηθούν, εφόσον κρινόταν απαραίτητο, ακόμη και τα όρια της ευρωζώνης. Άρα για μας, η απουσία αυτής της πολιτικής βούλησης ήταν απότοκο των διαδικασιών (ή και της συντεταγμένης απουσίας τους) εντός του κόμματος.

Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι μόνο οι διαδικασίες του κόμματος, αλλά τι έκανε, ή για την ακρίβεια τι δεν έκανε, η οργάνωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ. Αναφορικά, λοιπόν, με τη Νεολαία ΣΥΡΙΖΑ, το θέμα εν πολλοίς είναι ότι είχε καταλήξει να μην επηρεάζει τα τεκταινόμενα και να μην πυροδοτεί διεργασίες εντός του κόμματος. Αυτό, προφανώς, δεν είναι αποτέλεσμα απουσίας πολιτικής βούλησης, αλλά βαθιάς εσωστρέφειας εντός της οργάνωσης. Σε αυτό μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει και η τάση της Ανασύνθεσης, η οποία, μολονότι για τα τρία τελευταία χρόνια ήταν ηγεσία της οργάνωσης, δεν πήρε καμία πρωτοβουλία, ούτε για την εκπόνηση ενός ηγεμονικού σχεδίου σε επίπεδο νεολαίας, ούτε για την άσκηση ουσιαστικής επιρροής στην τροπή που έπαιρνε το κόμμα. Τέλος, και η Ανασύνθεση, δυστυχώς, μπλέχτηκε στα δίχτυα του κυρίαρχου τρόπου πολιτικής αναφορικά με την ισορροπία των συσχετισμών.

Ωστόσο, επειδή καμία πολιτική οντότητα δεν ξεκινά από το μηδέν, δεν μπορούμε παρά να αξιοποιήσουμε τις θετικές παρακαταθήκες που μας άφησαν οι διεργασίες εντός του ΣΥΡΙΖΑ.  Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε, σε πρώτο χρόνο, ένα  σημαντικό εγχείρημα ανασυνθετικών διαδικασιών. Ο πλουραλισμός, η πολυμορφία και η κουλτούρα αλληλομόλυνσης, ενάντια σε κάθε λογική ιδεολογικής καθαρότητας, είναι στοιχεία που πρέπει να τα διαφυλάξουμε και να τα εμβαθύνουμε. Αναφορικά, δε, με το αίτημα της Κυβέρνησης της Αριστεράς, που έδωσε θετικό πρόταγμα στην αριστερή ρητορεία, αυτό εξακολουθεί να αποτελεί για μας θεωρητικό εργαλείο που είναι ικανό να ωφελήσει τους από τα κάτω, αν και κρίνουμε ότι δεν μπορεί να αποτελέσει χρονικά άμεσο πολιτικό σχέδιο.  Συνάμα, η διατύπωση αιτημάτων κοινωνικά γειωμένων και με ευρεία απεύθυνση εξακολουθεί να αποτελεί θετική παρακαταθήκη. Υπ’ αυτό το πρίσμα μπορεί να προσεγγιστεί και το αντιμνημονιακό αίτημα, καθώς το μνημόνιο αποτελεί την έκφανση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης που υφίστανται, γι’ αυτό και καταλαβαίνουν, πλατιά κοινωνικά στρώματα. Σαφώς, μετά την περίοδο των διαπραγματεύσεων, κατέστη φανερό ότι το αντιμνημονιακό αίτημα συνδέεται άμεσα με την αντι-ΕΕ κατεύθυνση. Παράλληλα, το μνημόνιο δεν μπορεί παρά να ιδωθεί ως τμήμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, και υπ’ αυτήν την έννοια δεν μπορεί να απαντηθεί χωρίς μια συνολική αντικαπιταλιστική αφήγηση.

Με βάση τα παραπάνω, οι ανασυνθετικές διαδικασίες της αριστεράς είναι αναγκαίες για την ίδια την ύπαρξη της αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Για μας η ανασύνθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια διαδικασία σαφώς προσδιορισμένη από τα πριν, με δεδομένα και προβλέψιμα αποτελέσματα. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι μια διαδικασία δημιουργίας κοινών αναπαραστάσεων κινηματικών εμπειριών. Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με σεβασμό τόσο στην αυτονομία των κοινωνικών χώρων, όσο και στις διαφορετικές χρονικότητες και δυνατότητες των πολιτικών χώρων, χωρίς, βέβαια, να μιλάμε για μια διαδικασία που θα απλωθεί στο επέκεινα. Πρέπει, δηλαδή, να απομακρυνθούμε από μια ιδεοτυπική αντίληψη για την ανασύνθεση και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια διαλεκτική υπόθεση. Υπ’ αυτήν την έννοια, αντιλαμβανόμαστε τις διαδικασίες αυτές με όρους κοινωνικού πειραματισμού και αλληλομόλυνσης, που θα άρει τις μεταξύ μας ανταγωνιστικές σχέσεις και θα δημιουργήσει στη θέση τους νέους συντροφικούς δεσμούς.

Σχετικά, τώρα, με τη δημιουργία μιας μεταβατικής νεολαιίστικης οργάνωσης, θα πρέπει να κάνουμε την παραδοχή πως η συγκεκριμένη χρονική περίοδος ενδείκνυται για τη δημιουργία μιας αυτόνομης οργάνωσης νεολαίας. Σε καιρούς όπως αυτός, όταν, δηλαδή, έχει προηγηθεί απώλεια και ήττα, δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για επανεκκίνηση με παρακαταθήκες. Για μας βασικές παρακαταθήκες είναι τα ταυτοτικά μας χαρακτηριστικά, όπως το πολιτιστικό αντιπαράδειγμα, ο φεμινιστικός λόγος και τα ζητήματα της lgbtqi κοινότητας, ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός, καθώς και η οργανική εμπλοκή με τα κινήματα και ο σεβασμός στα χαρακτηριστικά τους. Θεωρούμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να ζυμωθούν πολύ εντονότερα στο εσωτερικό της μεταβατικής μας οργάνωσης και να γίνουν κοινό κτήμα όλων των μελών της, ακριβώς επειδή θεωρούμε ότι η οικοδόμηση μιας συλλογικής ταυτότητας αίρει το φόβο για αφομοίωση και μας δίνει την απαραίτητη σιγουριά και τα εργαλεία για να προχωρήσουμε σε ανασυνθετικές διαδικασίες.

Τη στιγμή που το μνημόνιο πλήττει συνολικά την αυτόνομη κοινωνική κατηγορία της νεολαίας, πρέπει να εστιάσουμε στην εκπόνηση ενός πολιτικού σχεδίου για την ίδια τη νεολαία, μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν θα μπορεί να είναι ολιστικό χωρίς μια συλλογική κεντρικοπολιτική αναφορά. Κάνουμε, ωστόσο, την παραδοχή ότι διανύουμε υβριδικούς καιρούς, συνεπώς δεν πρέπει να μείνουμε αδρανείς περιμένοντας να έρθουν οι «κατάλληλοι καιροί», αλλά να δημιουργήσουμε στο τώρα μια συλλογικότητα που θα απαντά στις ανάγκες και τους προβληματισμούς της νεολαίας. Με βάση τα παραπάνω, όμως, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να προκύψει από ένα μόνο κομμάτι της αριστεράς, αλλά απαιτεί λογικές συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης Με αυτό δεν εννοούμε τη δημιουργία μετώπου με βάση μια παρωχημένη λογική που έχει δείξει τα όριά της, αλλά με βάση τη δημοκρατία και την οριζοντιότητα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να αναφερθεί κι ο ρόλος των συντρόφων και συντροφισσών της ΑΡΚ, καθώς θεωρούμε ότι μπορούν να δώσουν πολλά σε μία διαδικασία συνεχούς διάδρασης με τα υπόλοιπα κομμάτια της Αριστεράς. Για τους λόγους αυτούς, λοιπόν, θεωρούμε ότι πρέπει να πάρουμε πρωτοβουλίες τους επόμενους μήνες στην κατεύθυνση της δημιουργίας μιας μετωπικής νεολαιίστικης οργάνωσης, ανοιχτής σε όλες τις οργανώσεις και τα ρεύματα της αριστεράς.

 

 

In this article