Πολιτική Απόφαση Πανελλαδικής Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης

Στις 19 και 20 του Δεκέμβρη 2015 πραγματοποιήθηκαν με επιτυχία οι εργασίες της Πανελλαδικής Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης. Στον ορίζοντα της πολιτικής μας απόφασης που ακολουθεί προχωρήσαμε στη συγκρότηση μεταβατικής οργάνωσης νεολαίας με το όνομα Ανασύνθεση: Οργάνωση Νεολαίας Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Επιθυμούμε και θα το επιδιώξουμε να παίξουμε ρόλο πυροδότη και καταλύτη στη διαδικασία της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ανανέωσης της δράσης μας εντός αυτής, για την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης.


Πολιτική Απόφαση Πανελλαδικής Ιδρυτικής Συνδιάσκεψης

Εισαγωγή

Η τελευταία περίοδος στην οποία δρούμε πολιτικά και κινηματικά χαρακτηρίζεται από μια πρωτόγνωρη συμπύκνωση χρόνου. Κοινωνικές διεργασίες που σε άλλες χώρες και ιστορικές περιόδους θα απαιτούσαν πολύ χρόνο, σήμερα, στην “Ελλάδα της κρίσης”, αναπτύσσονται ταχύτατα. Η λιτότητα και η κοινωνική κρίση που παρήγαγε, πυροδότησαν ισχυρές κινηματικές διαδικασίες και οδήγησαν σε πολιτική κρίση, αλλάζοντας ραγδαία το πολιτικό σκηνικό. Την ίδια περίοδο, η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ από τη γέννηση του, την ανάπτυξή του κατά την περίοδο 2011-2015, την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας και την τελική μετατροπή του σε μνημονιακό κόμμα ή κόμμα της “αστικής διαχείρισης”, αποτυπώνει αυτή τη συμπύκνωση του πολιτικού χρόνου. Η πορεία “από το θερμό Γενάρη, στον ψυχρό Σεπτέμβρη” μπορεί να υπήρχε ως δυνατότητα ήδη από την ενδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012, έγινε όμως και με έναν “βίαιο τρόπο”, καθώς η κατάρρευση του παρέσυρε και κοινωνικές ελπίδες και προσδοκίες για μια εναλλακτική πολιτική προς όφελος των πολλών.

Σήμερα, τρεις μόνο μήνες μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη και λίγο καιρό μετά την απόσχιση μας από το μεταλλαγμένο ΣΥΡΙΖΑ, καλούμαστε να συζητήσουμε και να δράσουμε σε μια νέα συγκυρία. Καλούμαστε, λοιπόν, α) να απολογήσουμε στρατηγικά την προηγούμενη περίοδο, β) να αναλύσουμε τη νέα συγκυρία και τα ερωτήματα που ορίζει και γ) να δράσουμε προς όφελος μιας “νέας Αριστεράς”, βγαλμένης από τον πυρήνα των υποκειμένων, των σχεδίων και των πρακτικών που μας έφεραν ως εδώ, η οποία, όμως, σ’ αυτή την κρίσιμη καμπή του αγώνα, να μπορέσει να κατανοήσει τη σημερινή φάση της καπιταλιστικής κρίσης, τόσο ως προς τα εμπόδια που θέτει σε μια αριστερή στρατηγική, αλλά και όσον αφορά τις δυνατότητες που ανοίγει.

Η ανάλυση της περιόδου που προτείνουμε στο συγκεκριμένο κείμενο, σίγουρα είναι ελλιπής· εκτιμούμε, όμως, ότι ορίζει τα ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε. Προτείνουμε το κείμενο να διαβαστεί υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων και υπό “νεολαιίστικο στίγμα”, καθώς θεωρούμε ότι ακόμα είναι έκδηλη η ανάγκη –και βρίσκεται στο χέρι μας– για τη συγκρότηση μιας αριστερής, ριζοσπαστικής νεολαίας.

Δεν επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο των κυβερνητικών βεβαιοτήτων, αλλά αντιθέτως χαράζουμε μια δύσκολη πορεία για τη νεολαία που θέλει και μπορεί να είναι ενάντια σε λογικές διαχείρισης. Συνεχίζουμε να παλεύουμε για μια ριζοσπαστική αριστερή νεολαία, αναπτυσσόμενη μέσα από τις κινηματικές της δράσεις, την αντικαπιταλιστική και διεθνιστική της στρατηγική, τη ριζοσπαστική της φυσιογνωμία, κουλτούρα και ιδέες, μέσα από τη μήτρα των αξιών και των οραμάτων της Αριστεράς.

Από το θερμό Γενάρη στον ψυχρό Σεπτέμβρη

Μετά από μια περίπου πενταετία βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, εφαρμογής μνημονίων αλλά και ανάπτυξης σημαντικών κοινωνικών κινημάτων και δυναμικών, το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Γενάρη φάνηκε να αποτελεί σημείο εκκίνησης για την αναστροφή της νεοφιλελεύθερης επέλασης. Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ εύλογα δημιούργησε ελπίδες και προσδοκίες, όχι μόνο για την ανάσχεση των μνημονίων και των καταστροφικών τους συνεπειών στα μεσαία και χαμηλά στρώματα, αλλά ακόμη και για τη δυνατότητα έναρξης επιθετικών μετασχηματιστικών τομών και αλλαγών σε μια σειρά από ζητήματα, όπως στη διαχείριση του κρατικού μηχανισμού, σε δικαιωματικά θέματα κλπ. Οι προσδοκίες αυτές, μάλιστα, ήταν ιδιαίτερα έντονες στον κόσμο της νεολαίας που, έχοντας δει τα προηγούμενα χρόνια το μέλλον του να προοιωνίζεται καταστροφικό, αντιμετώπιζε την ανάληψη της κυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ ως τη δυνατότητα ενός μέλλοντος όπου δεν θα έπρεπε να επιλέξει ανάμεσα στη μετανάστευση ή στην ανεργία/επισφαλή εργασία στη χώρα μας.

Στην πορεία αυτή που ξεκίνησε από τον Ιανουάριο, και που εκ των υστέρων μπορούμε να διαπιστώσουμε πως ήταν η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ενσωμάτωση στο νεοφιλελεύθερο μονόδρομο και –εν τέλει– την ήττα, κομβικό σημείο στο οποίο οφείλουμε να σταθούμε, αποτελεί το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και το αποτέλεσμα του 62% υπέρ του ΌΧΙ. Η απάντηση στο ποιο είναι αυτό το 62% του σώματος της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στο τι πραγματικά επέλεξε ψηφίζοντας ΌΧΙ, θεωρείται επίσης κομβικής σημασίας. Το συμπέρασμα πως το 62% αποτελεί ένα ήδη συγκροτημένο και συνεκτικό κοινωνικό μπλοκ το οποίο επέλεξε συνειδητά τη ρήξη με το νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό όχημα, αποτελεί, μάλλον, τον εύκολο δρόμο για την ερμηνεία μιας στιγμής, που, στην πραγματικότητα, είναι εξαιρετικά περίπλοκη, βαθιά και αντιφατική, όσο περίπλοκες και βαθιές αντίστοιχα είναι και οι δυνατότητες που έχει δημιουργήσει. Το 62% δεν επέλεξε μονοσήμαντα και ενιαία την ολοκληρωτική και χωρίς φόβο ρήξη, όπως επίσης δεν αποτελεί ήδη ένα συγκροτημένο και συγκεκριμένο κοινωνικό σώμα. Αποτελεί, όμως, μια μερίδα, η κοινωνική και ταξική σύνθεση της οποίας μπορεί και πρέπει να εκφραστεί και να εκπροσωπηθεί πολιτικά. Το 62% πέρα από τομή, οιονεί επαναστατικό συμβάν ή όπως αλλιώς θέλουμε να το διατυπώσουμε, θέτει ένα βασικό στοίχημα για το επόμενο διάστημα: να κατανοήσουμε τη σύσταση και σύνθεσή του και να βρούμε και να συγκροτήσουμε την πολιτική μορφή που θα μπορεί να το εκπροσωπεί πολιτικά.

Ο κύκλος που άνοιξε το Γενάρη, μπορούμε να πούμε πως έκλεισε με οριστικό και επίσημο τρόπο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015. Εκλογές στις οποίες, μετά την πλήρη συνθηκολόγηση του καλοκαιριού και την πρόσδεση του ΣΥΡΙΖΑ στη λογική του There Is No Alternative, επήλθε η ολική επαναφορά στην πραγματικότητα και καθημερινότητα των μνημονίων. Η ελπίδα αντικαταστάθηκε από τη μνημονιακή κανονικότητα και τη διάλυση κάθε προοπτικής εφαρμογής άλλης εναλλακτικής. H σχέση εκπροσώπησης την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να οικοδομήσει τα προηγούμενα χρόνια με ένα ευρύ φάσμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο είχε εκφραστεί και κινηματικά την πρώτη πενταετία των μνημονίων, φάνηκε να διαρρηγνύεται, ή μάλλον να μεταλλάσσεται σε μια σχέση ανοχής προς το ΣΥΡΙΖΑ, υπό την οπτική του μικρότερου κακού σε σχέση με τους προηγούμενους διαχειριστές των μνημονιακών προγραμμάτων.

Παράλληλα, η ελπίδα για τη δημιουργία τομών στο επίπεδο της κρατικής διαχείρισης, σε ζητήματα δικαιωμάτων και σε μια σειρά άλλων θεμάτων σχετικά αυτόνομων προς τις μνημονιακές δεσμεύσεις, έχει αποδειχθεί πως δεν πρόκειται να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Ήδη από τους πρώτους μήνες της αριστερής διακυβέρνησης, αλλά και ειδικά μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, έχει διαφανεί η ξεκάθαρη απροθυμία του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και να θέσει στη δημόσια αντιπαράθεση, πόσο μάλλον να υλοποιήσει (εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις), προγραμματικές δεσμεύσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού, ζητήματα δικαιωμάτων κλπ. Ενδεικτικό παράδειγμα οι αγαστές σχέσεις ΣΥΡΙΖΑ και Εκκλησίας που έχουν αρχίσει να οικοδομούνται το τελευταίο διάστημα.

Σε αυτό ο πλαίσιο, λοιπόν, ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ καλείται να συνεχίσει την αποστολή στην οποία δεσμεύθηκε με την υπογραφή της συμφωνίας του Ιουλίου: την εφαρμογή της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως αυτή αποτυπώνεται πρακτικά στο πρόγραμμα που τη συνοδεύει, το μνημόνιο. Ένα πρόγραμμα που, στο όνομα της αεί ελευσόμενης ανάπτυξης και ανάκαμψης, έχει να υπηρετήσει και να εμβαθύνει δυο βασικούς στόχους τα επόμενα χρόνια: αφενός, την περαιτέρω υποτίμηση της εργατικής δύναμης και, αφετέρου, τη διάνοιξη νέων λειτουργικών πεδίων για το κεφάλαιο μέσω των εκτεταμένων και ταχέων ιδιωτικοποιήσεων στην ελληνική επικράτεια. Η μεθοδολογία του σημερινού πολιτικού προσωπικού που ασκεί κρατική διαχείριση στο όνομα της Αριστεράς, επιβεβαιώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί ως “κόμμα του κράτους” να διαμορφώσει τη νέα του ηγεμονία μέσω της απεύθυνσής του σε νέα κοινωνικά ακροατήρια, και πάνω σε νέες κοινωνικές συμμαχίες, καθώς και στην εκ βάθρων αλλαγή του κόμματος, προκειμένου να υπερασπίζεται τη νέα αυτή στρατηγική.

Ωστόσο, εκτός από τις παραπάνω διαπιστώσεις, θα πρέπει να σκεφτούμε και να συνεκτιμήσουμε δυο πολύ βασικές πτυχές που ολοκληρώνουν την προσπάθεια επισκόπησης της παρούσας συγκυρίας: μιλάμε για τα αλληλένδετα ζητήματα της κρίσης εκπροσώπησης και της κρίσης ηγεμονίας μέσα σε συνθήκες εξελισσόμενης καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης. Εδώ παρουσιάζονται τέτοιου είδους αντιφάσεις, ώστε, την ώρα που μπορούμε να παραδεχτούμε πως σήμερα στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν “διορθωθεί” οι δυο αυτές μορφές κρίσης –μέσω της επικράτησης του δόγματος “ΤΙΝΑ”, όσον αφορά την κρίση ηγεμονίας, και μέσω της “νίκης” του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη, όσον αφορά την κρίση εκπροσώπησης–, ταυτόχρονα, αναγκαζόμαστε να διαπιστώσουμε την αδυναμία πλήρους ίασης της συγκυρίας και επαναφοράς σε συνθήκες κανονικότητας και σταθερότητας. Και αυτό διότι, στο βαθμό που η κρίση υπερσυσσώρευσης εξελίσσεται και βαθαίνει, θα μένουν παράλληλα ανοιχτά και τα δύο αυτά ρήγματα. Με άλλα λόγια, ανοιχτό θα εξακολουθεί να παραμένει, τόσο το παιχνίδι της ηγεμονίας, όσο και εκείνο της εκπροσώπησης, τουλάχιστον όσον αφορά τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό (αλλά και όχι μόνο).

Σε αυτό το σημείο έχει σημασία να αναλύσουμε τη νέα πολιτική συγκυρία, ειδικά μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη, και από την πλευρά του αστικού μπλοκ. Εκτιμούμε ότι βασική παράμετρος των κινήσεων του είναι η “πολιτική σταθερότητα” ως βάση για την οικονομική ανάκαμψη. Μια συνθήκη που εν πολλοίς σημαίνει επιδίωξη για “πάση θυσία παραμονή στο ευρώ”. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι δίστασε πολύ να διαταράξει αυτή την ομαλότητα, παρά μονάχα στις λίγες μέρες από την ανακοίνωση μέχρι την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος, και μάλιστα με μη ελεγχόμενο τρόπο (εξ ου και η άτακτη υποχώρηση). Αυτό το στοιχείο αναδεικνύει με τον πιο εμφατικό τρόπο την πολιτική πλευρά του ζητήματος του ευρώ και της Ευρωζώνης με όρους ταξικών μπλοκ και συσχετισμών. Συνεπώς, όπως σημειώνουμε και στο επόμενο μέρος του κειμένου, η προοπτική ρήξης γίνεται ορατή ως πολιτικό εγχείρημα και όχι ως τεχνοκρατικό σχέδιο.

Η Ευρώπη σε μεταίχμιο, η Αριστερά και τα κοινωνικά κινήματα

Σήμερα, περισσότερο από ποτέ, είναι κρίσιμη μία συζήτηση ανάλυσης και εκτίμησης τόσο για το διεθνές πλαίσιο, όσο και για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη ειδικότερα. Εκ των προτέρων, τολμούμε να ισχυριστούμε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μετασχηματίζεται προς μια αυταρχικότερη κατεύθυνση. Είναι κοινή διαπίστωση, τουλάχιστον για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ότι η Ευρώπη σήμερα είναι αυτή του νεοφιλελευθερισμού, της λιτότητας και της “Ευρώπης φρούριο”, με συγκεκριμένες πολιτικές που βαθαίνουν τις κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, προωθούν ανταγωνισμούς και σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Η πορεία αυτή προφανώς δεν είναι προϊόν μιας νομοτέλειας, αλλά αποτέλεσμα μιας ιστορικής διαδικασίας κοινωνικών κινήσεων, κινηματικών δράσεων, ταξικών μαχών, συσχετισμού δυνάμεων και (πολιτικών, κατά κύριο λόγο) συγκρούσεων, τόσο στο εσωτερικό των κρατών, όσο και μεταξύ αυτών. Ταυτόχρονα, όμως, και κατά μια διαλεκτική σχέση, είναι και “προϊόν” της ίδιας της διαδικασίας οικοδόμησης και της δομής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η παγκόσμια κρίση, το αποτύπωμα της στην ευρωπαϊκή οικονομία και η μετάφραση της σε κρίση χρέους των χωρών του ευρωπαϊκού νότου, αποτυπώνει αρκετά καθαρά αυτή τη διαλεκτική σχέση. Από τη μία, οι άρχουσες ελίτ αναζητούν και επιβάλλουν ένα πλαίσιο νεοφιλελεύθερων πολιτικών και συνταγών λιτότητας ως “θεραπεία” για την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης των καπιταλιστικών οικονομιών. Στη μεγάλη ταξική μάχη που ξεκίνησε από τις πλατείες της Ελλάδας και της Ισπανίας του 2011, φαίνεται ότι οι ευρωπαϊκές ελίτ κερδίζουν. Έσωσαν και σώζουν τις τράπεζες έναντι των νοικοκυριών, αναδιαρθρώνουν τις εργασιακές σχέσεις και προσπαθούν να διαλύσουν τις κοινωνικές, εργατικές και δημοκρατικές κατακτήσεις της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της “μικρής ιστορίας”. Βέβαια, την ίδια στιγμή, οι κοινωνικοί αγώνες της περιόδου, σε πολλές περιπτώσεις (βλ. κατά κύριο λόγο Ελλάδα αλλά και σε μικρότερο βαθμό Ισπανία ή Πορτογαλία), καταφέρνουν να μετατρέψουν την οικονομική κρίση σε πολιτική, να αποδυναμώσουν σημαντικά παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους και να φέρουν στο προσκήνιο νέες δυνάμεις. Μπορεί να μην είναι νικηφόροι, όσον αφορά τη μεγάλη εικόνα, αλλά αφήνουν το αποτύπωμα τους στο τώρα και στα κοινωνικά κινήματα του (όχι και τόσο μακρινού) μέλλοντος.

Από την άλλη, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση χρησιμοποιεί την γραφειοκρατική της δομή και τα όργανα της για να επιβάλλει αυτή τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το “διευθυντήριο των Βρυξελλών” είχε εξ αρχής τον χώρο για να υποβοηθήσει το προσπέρασμα του αποτελέσματος του ελληνικού δημοψηφίσματος και να ορίσει ένα άλλο πλαίσιο πολιτικής (παρ’ όλες τις βαρύτατες ευθύνες της κυβέρνησης). Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι δεν επιτρέπει την αλλαγή της κυβέρνησης στην Πορτογαλία σήμερα, αν δεν υπάρχει εξ αρχής συμφωνία στο πλαίσιο λιτότητας που έχει επιβληθεί στη χώρα εδώ και χρόνια. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της “μεγάλης ιστορίας”.

Η παραπάνω διατύπωση-διαπίστωση για το χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θεωρούμε, ότι ορίζει και δύο ρήξεις με αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν και καλλιεργούνται στο πλαίσιο της Αριστεράς. Η πρώτη αφορά έναν αριστερό ευρωπαϊσμό που θεωρούσε την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως ένα από τα μεγάλα βήματα προς τα εμπρός: ότι με αυτό τον τρόπο τίθενται στο περιθώριο της ιστορίας ο φασισμός και οι συγκρούσεις στον ευρωπαϊκό χώρο. Η προσέγγιση αυτή, κατά τη γνώμη μας, αγνοεί τη φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη στάση των πολιτικών δυνάμεων (και εν προκειμένω της Αριστεράς) με όρους κοινωνικών τάξεων. Αδυνατεί να αναμετρηθεί με το ερώτημα ποιών τα συμφέροντα εκπροσωπούνται σε αυτό το πλαίσιο και με ποιον τρόπο. Αδυνατεί, συνεπώς, να αναλύσει και να παραγάγει στρατηγική στο πλαίσιο της “μεγάλης ιστορίας”.

Η δεύτερη αυταπάτη έχει να κάνει με τη μηχανιστική και μονολιθική εργαλειοποίηση της “εξόδου από το ευρώ”. Δεν είμαστε αυτοί και αυτές που θεωρούμε ότι η έξοδος από το ευρώ απαιτεί εκ των προτέρων ένα πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια –αν και η έλλειψη σαφούς σχεδίου χρησιμοποιήθηκε πρόσφατα από το ΣΥΡΙΖΑ και ως δικαιολογία για τη μη υλοποίηση εναλλακτικών πολιτικών και τελικά υιοθέτηση και ενδυνάμωση του νεοφιλελεύθερου “There is No Alternative (ΤΙΝΑ)”. Απαιτεί όμως, μια πολιτική προετοιμασία ρήξης και σύγκρουσης με την Ευρώπη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού σε όλα τα επίπεδα. Απαιτεί πολιτικές συνεχής ενδυνάμωσης των “από κάτω”. Απαιτεί δουλειά και εμπλοκή “με το κίνημα” και όχι “στο κίνημα”. Σημαίνει, τελικά, αντικαπιταλιστικό λόγο και πολιτική πρακτική. Η αντιευρωπαϊκή ρητορεία της Αριστεράς, όταν παραμένει σε επίπεδο ρητορείας, εκτός του ότι σε αρκετές περιπτώσεις ενισχύει ένα νέου τύπου εθνικισμό (η Ελλάδα εναντίον της Γερμανίας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης), αδυνατεί να θέσει την έξοδο από το ευρώ στο πλαίσιο μιας πολιτικής σύγκρουσης με συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο στη δεδομένη συγκυρία. Αδυνατεί, εκ των πραγμάτων, να τοποθετηθεί στη “μικρή ιστορία”. Επιπλέον, σε μια λογική απόδοσης της ήττας αποκλειστικά στην έλλειψη προετοιμασίας με τεχνικούς όρους, λανθάνει ο κίνδυνος της υποτίμησης των πολιτικών της διαστάσεων αλλά και της προβολής ενός παραδείγματος πολιτικής στρατηγικής που στερείται οράματος.

Προσπαθώντας να αποφύγουμε γραμμικές προσεγγίσεις, αλλά και μια α-ιστορική ανάλυση και διαμόρφωση πολιτικής στρατηγικής, εμείς προβληματοποιούμε, αφενός, το χρονικό σημείο που χωρίζει το εντός από το εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, και θέτουμε ως στόχο τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής για τον κοινωνικό μετασχηματισμό, με ταυτόχρονη αντιμετώπιση της επιθετικής ευρωπαϊκής πολιτικής, αφετέρου. Αυτό σημαίνει ότι φιλολαϊκές ή ταξικές πολιτικές προς όφελος των πολλών, υλοποιούνται τελικά στο βαθμό που έρχονται σε σύγκρουση και με την στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτή η συνθήκη δεν είναι προφανώς (χρονική) προϋπόθεση, είναι όμως στοιχείο που προκύπτει κατά τη διαμόρφωση πολιτικής πρακτικής. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν χωράει την αναδιανομή πλούτου ή τα κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα των πολλών στα οποία στοχεύουμε. Ο κοινωνικός μετασχηματισμός, όμως, υλοποιείται στο βαθμό που όχι μόνο αναδεικνύει αυτή την πραγματικότητα, αλλά και παλεύει εναντίον της.

Ταυτόχρονα, και ακριβώς επειδή θέλουμε να αποφύγουμε νομοτελειακές ερμηνείες, θα πρέπει να αναλύσουμε και τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ανάλυση αυτή στηρίζεται σε τρία αλληλένδετα στοιχεία: α) την ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, β) τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις, ειδικά στη Συρία και γ) την προσπάθεια ανάδειξης και τελικά κυριαρχίας της νέας σοσιαλδημοκρατίας (ή ορθότερα σοσιαλφιλελεθερισμού) στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα.

Το πρώτο στοιχείο περιγράφηκε εκτενώς παραπάνω. Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε, είναι ότι η πολιτική λιτότητας είναι ένα στρατηγικό και μακρόχρονο πλαίσιο στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Οι αναδιαρθρώσεις προς όφελος του κεφαλαίου στο σύνολο της Ευρώπης, και τα μνημόνια για τις χώρες υπό καθεστώς χρέους, είναι μια συνεχώς διευρυμένη πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, τα μνημόνια ήρθαν για να μείνουν. Είναι προγράμματα που στο όνομα της αεί ελευσόμενης ανάπτυξης και ανάκαμψης έχουν να υπηρετήσουν και να εμβαθύνουν δυο βασικούς στόχους τα επόμενα χρόνια: αφενός, την περαιτέρω υποτίμηση της εργατικής δύναμης και, αφετέρου, τη διάνοιξη νέων λειτουργικών πεδίων για το κεφάλαιο, μέσω των εκτεταμένων και ταχέων ιδιωτικοποιήσεων. Όλα τα παραπάνω συμβαίνουν την ίδια στιγμή που επιταχύνονται αντιδραστικές ολοκληρώσεις, όπως είναι η συμφωνία TTIP ή η εμβάθυνση της Ευρωζώνης και η ενοποίηση αγορών εντός ΕΕ (βλ. χώρος ενέργειας). Οι κορώνες για τη “διάσωση της πραγματικής οικονομίας” δεν είναι παρά μια αναδιανομή πλούτου από τα χέρια των πολλών στα χέρια των ελίτ. Ταυτόχρονα, είναι και μια στρατηγική αφανισμού εναλλακτικών πολιτικών, καθώς πρώτα πρέπει “να αποπληρώσουμε το όποιο χρέος” και μετά “να διαμορφώσουμε προγραμματικό πλαίσιο”. Σε αυτό το σημείο, έχει σημασία να αναρωτηθούμε κατά πόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, με την πολιτική που ακολούθησε, ειδικά μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου και την ένταξη του σε ένα πλαίσιο ευρωπαϊκής κυβερνησιμότητας, διέσπασε (όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση) ή τελικά ενδυνάμωσε (όπως ισχυριζόμαστε εμείς) αυτή τη λογική του μονόδρομου.

Το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο είναι πραγματικά πιο δύσκολο να χαρτογραφηθεί και να αναλυθεί. Δεν θα μπούμε σε λεπτομέρειες (όπου σίγουρα η ανάλυση μας θα περιείχε κενά και αβίαστες γενικεύσεις), αλλά θα μείνουμε κυρίως στα εμφανή αποτελέσματα της νέας κατάστασης. Βρισκόμαστε σε μία νέα φάση έντασης ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών (η οποία προφανώς δεν είναι ασύνδετη με την κρίση ηγεμονίας που περιγράψαμε στο πρώτο μέρος) και ανάδυσης νέων, άγνωστων μέχρι σήμερα, δυνάμεων στο παγκόσμιο σκηνικό. Σε αυτό το πλαίσιο, το αίτημα του κεφαλαίου για σταθερότητα διαπλέκεται, πιθανώς, με τη δημιουργία πολεμικού κλίματος (π.χ. γενίκευση της εφαρμογής κατασταλτικών μέτρων σε επίπεδο καθημερινότητας, επιτήρηση, περιορισμός διαδηλώσεων και απεργιών, ενίσχυση της λιτότητας στο όνομα του εθνικού σκοπού) ως έναν από τους όρους για να βγει από την κρίση του. Βέβαια, (και εδώ κρύβεται η αντίφαση) η ίδια αυτή επιδίωξη εντείνει την αστάθεια και διαμορφώνει ένα νέο πεδίο δράσης της Αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων.

Αν τα παραπάνω είναι σε μεγάλο βαθμό εκτιμήσεις, οι πρόσφατες βομβιστικές επιθέσεις στο Παρίσι και η πιο ενεργός εμπλοκή των ευρωπαϊκών χωρών (και συγκεκριμένα της Γαλλίας) στον πόλεμο της Συρίας έχουν δύο άμεσες και απτές συνέπειες στον ευρωπαϊκό χώρο. Αρχικά διαμορφώνεται ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τους/τις πρόσφυγες και τους/τις μετανάστες/τριες που επιδιώκουν να φύγουν από τις εμπόλεμες περιοχές και να αναζητήσουν σωτηρία στην Ευρώπη. Ο φράκτης του Έβρου όχι μόνο δεν έχει πέσει, αλλά, την ίδια στιγμή, σηκώνονται νέα τείχη σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες που είναι απρόθυμες να φιλοξενήσουν μεταναστευτικά ρεύματα και τα απωθούν ενεργά. Η συζήτηση ακόμα και για την αλλαγή της συνθήκης Σένγκεν (που έτσι κι αλλιώς δεν κάλυπτε τους/τις μετανάστες/τριες) είναι ενδεικτική για το ότι η Ευρώπη κινείται σε πλαίσιο περαιτέρω κλεισίματος των συνόρων της. Εξάλλου, η πολιτική που ακολουθείται από τις χώρες μέλη της Ε.Ε. σε σχέση με το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, έρχεται σε πλήρη διάσταση με το ισχύον κοινοτικό πλαίσιο. Και αυτό συμβαίνει ενώ, ταυτόχρονα, νεοναζιστικά μορφώματα σε πολλές χώρες, από την Ελλάδα μέχρι την Πολωνία και τη Γερμανία, κινούνται απειλητικά και εξαπολύουν πογκρόμ εναντίον των μεταναστών/τριών. Το δεύτερο αποτέλεσμα δεν είναι παρά η Ευρώπη της τάξης και της ασφάλειας. Οι πρόσφατες εξελίξεις μας υπενθυμίζουν ότι από πλευράς κυρίαρχων πολιτικών δεν έχουμε ξεφύγει από το γενικευμένο “πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας”. Αυτό συνεπάγεται καταπάτηση ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, όχι μόνο για τους/τις μετανάστες/τριες αλλά για το σύνολο του πληθυσμού. Γενικεύεται, συνεπώς, ένα πλαίσιο βιοπολιτικής που, εν πολλοίς, στηρίζεται στην “καταστολή του άλλου”: του εν δυνάμει τρομοκράτη, ακτιβιστή ή κινηματία.

Η τρίτη συνθήκη έχει να κάνει με την προσπάθεια της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, υπό την ηγεμονία της Γαλλίας του Ολάντ, να αναπτυχθεί ως ο έτερος πόλος ενάντια στην γερμανική χριστιανοδημοκρατία και τους συμμάχους της στο ευρωπαϊκό σκηνικό. Το στοιχείο αυτό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και θετικό, αν και εφόσον μπορούσε να αναπτυχθεί ως αντίβαρο στα ακροδεξιά κόμματα που ενισχύονται από την ανατολική Ευρώπη μέχρι τον ευρωπαϊκό βορρά. Μια πιο προσεκτική και σε βάθος ανάλυση, όμως, δείχνει ότι αυτή η συνθήκη δεν είναι απαραίτητα θετική. Αφενός η σοσιαλδημοκρατία εδώ και χρόνια έχει διαμορφώσει μια νέα στρατηγική που είναι αυτή του σοσιαλφιλελευθερισμού. Στην ευρωπαϊκή οικονομική κρίση, αυτό σημαίνει, όχι μόνο αποδοχή, αλλά συμμετοχή στο σχεδιασμό, και ενεργητική στήριξη της λιτότητας και των μνημονίων. Ο σοσιαλφιλελευθερισμός σήμερα, δεν καλεί σε αντιστράτευση της στρατηγικής αυτής, αλλά σε διαχείριση της. Φαίνεται να λέει ότι “το πλαίσιο είναι αυτό, δεν αλλάζει, και καλούμαστε να το διαχειριστούμε, αποδεχόμενοι/ες τα προαπαιτούμενα και τις συνέπειες του”. Αφετέρου, προσπαθεί, και σε μεγάλο βαθμό καταφέρνει, να εγκολπώσει (και να αποδυναμώσει, κατά συνέπεια) τα όποια πολιτικά κόμματα της Αριστεράς θέλησαν να θέσουν μια λογική αντι-λιτότητας.

Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ, με την εκ προθέσεως πλέον, κι όχι εξ αποτελέσματος συστράτευση του με όλες τις αιχμές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, είναι το πιο χαρακτηριστικό. Η πορεία της διαπραγμάτευσης, η πρόσφατη επίσκεψη του Ολάντ στην Ελλάδα και η πρόθεση του για τη “με το αζημίωτο” στήριξη της ελληνικής οικονομίας, καθώς και το φλερτ με την Ευρωομάδα των Σοσιαλιστών, αποδεικνύουν αυτή τη νέα κατεύθυνση. Ακόμα και οι πρόσφατες εξελίξεις στην Αριστερά σε Πορτογαλία και Ισπανία, παρόλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε κοινωνικού σχηματισμού, μπορούν να ενταχθούν σε μια αφήγηση κυβερνησιμότητας και προσέγγισης με τη σοσιαλδημοκρατία. Ο κυρίαρχος λόγος, όπως εκφράζεται και από το ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, θέλει τις αριστερές δυνάμεις στον ευρωπαϊκό νότο να “βγαίνουν από το κάδρο της απομόνωσης” και “ενωμένες” να αντιμετωπίζουν τη Δεξιά. Εμείς θέλουμε να προβληματοποιήσουμε αυτή την εξήγηση, και να αναρωτηθούμε κατά πόσο η προσέγγιση με τη σοσιαλδημοκρατία τελικά ενδυναμώνει τις ριζοσπαστικές εναλλακτικές σε πολιτικό επίπεδο, δεδομένου ότι συμβαίνει σε ένα πλαίσιο όχι μόνο επερώτησης, αλλά και ενδυνάμωσης της λογικής του TINA. Νομίζουμε, λοιπόν, ότι μ’ αυτό τον τρόπο αποδυναμώνεται, τόσο η πολιτική έκφραση των (υπαρκτών) κοινωνικών κινημάτων, όσο και η δυνατότητα της Αριστεράς (μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα) για μια χάραξη και υπηρέτηση της ριζοσπαστικής, αντι-νεοφιλελεύθερης και αντικαπιταλιστικής στρατηγικής στην Ευρώπη.

Τέλος, είναι σημαντικό να κάνουμε μια σύντομη αναφορά και στις κινηματικές διεργασίες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σίγουρα, έχουμε προ πολλού ξεπεράσει την περίοδο των μεγάλων κινημάτων στην Ευρώπη. Τα κινήματα αυτά, που η γέννηση και η διόγκωση τους βρίσκεται στην περίοδο των Κοινωνικών Φόρουμ, είχαν, μεταξύ άλλων, δύο πολύ σημαντικές επιτυχίες: Έκαναν εμφανή ξανά στη δημόσια σκηνή τον κινηματικό παράγοντα, και μάλιστα σε διεθνές επίπεδο, μετά από τη δεκαετία του ‘90 και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και σε επίπεδο πολιτικής πρακτικής. Παράλληλα, αποτέλεσαν το έδαφος για την ανάπτυξη και ανατροφοδότηση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς, που διαμόρφωσαν εν πολλοίς την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία τους μέσα στο κινηματικό γίγνεσθαι. Την ίδια στιγμή, βέβαια, δεν κατάφεραν να δεθούν οργανικά με το σύνολο της κοινωνικής οργής και των φωνών των “αποκλεισμένων από το σύστημα”, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την εξέγερση των/στα προαστίων/α του Παρισιού το 2005 ή της συγκριτικά μικρότερης κλίμακας του Λονδίνου το 2011.

Επίσης, ίσως έχουμε ξεπεράσει, σήμερα, και την περίοδο των κινηματικών διεργασιών των πλατειών και του Occupy της περιόδου 2010-11, που βασίστηκαν, αφενός στην ανάγκη αντιμετώπισης της διευρυμένης λιτότητας στην Ευρώπη και, αφετέρου, στην ανάγκη επαναθεμελίωσης της δημοκρατίας και της κοινωνικής και κινηματικής αλληλεγγύης. Προϊόντα αυτής της περιόδου είναι οι κινηματικές δομές αλληλεγγύης στους χώρους εργασίας και στις γειτονιές (τουλάχιστον στο ελληνικό πλαίσιο, καθώς σε πολλές άλλες χώρες προϋπήρχαν). Φαίνεται, ακόμα, ότι “τοπικοποιήθηκε” και ενδυναμώθηκε το μήνυμα των πλατειών της εξέγερσης, περνώντας σε κάθε μικρότερο ή μεγαλύτερο κοινωνικό χώρο. Παράλληλα, σε πολλές περιπτώσεις, μετέτρεψαν την οικονομική κρίση σε κρίση εκπροσώπησης και ηγεμονίας, ενδυναμώνοντας τις πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς στη λογική της οικοδόμησης και υπεράσπισης εναλλακτικής.

Αν συμφωνούμε με την παραπάνω “χαρτογράφηση”, πρέπει να παραδεχθούμε ότι βρισκόμαστε σε μια νέα συνθήκη, όπου καθήκον μας ως Αριστερά είναι να οικοδομήσουμε εκ νέου ισχυρά και νικηφόρα κινήματα στο ευρωπαϊκό –τουλάχιστον– πλαίσιο και να μην περιμένουμε να “φυτρώσουν” σαν μανιτάρια, λόγω της αυτόνομης κοινωνικής δυναμικής· και, παράλληλα με την οικοδόμηση τους, να δουλεύουμε για την ισχυρότερη δικτύωση τους και την έκφραση τους στο πλαίσιο ισχυρών διεργασιών, που όχι μόνο εναντιώνονται στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο αλλά και –εκ των πραγμάτων– νοηματοδοτούν μια κατεύθυνση κοινωνικού μετασχηματισμού. Με άλλα λόγια, δεν αρκεί να δικτυώσουμε τις φωνές του “Όχι” και της αντίστασης, αλλά να τις αξιοποιήσουμε ως ενεργά στοιχεία της στρατηγικής της Αριστεράς για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αν μάλιστα αναλογιστούμε και το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο που περιγράψαμε παραπάνω (η δημιουργία πολεμικού κλίματος ως επιδίωξη του κεφαλαίου), επίδικο είναι και ένα μεγάλο πανευρωπαϊκό αντιπολεμικό-δημοκρατικό κίνημα, με προϋπόθεση (ως στοιχείο επιτυχίας του) τον έντονο αντικαπιταλισμό του.

Το κράτος και η “ανάγκη κυβερνησιμότητας”: Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ενσωμάτωση

Η διαδρομή του ΣΥΡΙΖΑ από το σημείο της συγκρότησης του ως ένα μέτωπο οργανώσεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς μέχρι την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας και την συνολική χρεοκοπία του δεν ήταν μια διαδικασία γραμμική, αλλά μια πορεία με έντονες αντιφάσεις. O “ΣΥΡΙΖΑ της ενσωμάτωσης” υπήρχε μεν ως δυνατότητα όλο το προηγούμενο διάστημα –γεγονός που εκφραζόταν με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές–, δεν ήταν όμως και νομοτέλεια. Το κόμμα, αφενός, εξέφραζε –επιτυχημένα– την ανάγκη για μια πολιτική αντι-λιτότητας, αφετέρου διατηρούσε μια σχέση πολιτικής εκπροσώπησης με την κοινωνική δυναμική που αναπτύχθηκε, τόσο τα χρόνια των μεγάλων φοιτητικών κινητοποιήσεων του 2006-7 ως τις μέρες της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, όσο και στις πλατείες του Συντάγματος τρία χρόνια αργότερα. Η οικοδόμηση της ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ ως της Αριστεράς εκείνης που ήταν μεροληπτική υπέρ των διεκδικήσεων των από κάτω, δεν ήταν προϊόν μιας διαδικασίας απλής μεταφοράς αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο. Αντίθετα, υπήρξε αποτέλεσμα της οργανικής εμπλοκής αγωνιστών και αγωνιστριών σε μια σειρά από κινηματικούς κόμβους, εγκαινιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις νέες μεθόδους εμπλοκής της Αριστεράς μ’ αυτές τις διαδικασίες, σεβόμενη την αυτονομία τους, όχι από τη θέση μιας πρωτοπορίας που «ξέρει», αλλά προκρίνοντας την δημοκρατία και την οριζοντιότητα στις δομές του κινήματος.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, υπήρξαν σημαντικά δείγματα προσχώρησης του ΣΥΡΙΖΑ στον αστικό τρόπο άσκησης πολιτικής, είτε με την συμμετοχή προσώπων προερχόμενων από τη σοσιαλδημοκρατία (με την προσδοκία συμβολής τους στη διαχείριση της κρατικής μηχανής), είτε με τη φοβική αντιμετώπιση των “εγκλίσεων του κράτους” για υπευθυνότητα και ρεαλισμό και, τελικά, με την ενσωμάτωσή του σ’ αυτές. Οι εν λόγω εγκλίσεις δεν αφορούσαν μόνο το δικαιωματικό πεδίο (που είναι και το πιο προφανές) αλλά εντοπίζονται και στις εργασιακές σχέσεις, στην οικονομία, στις περιβαλλοντικές πολιτικές και αλλού.

Αυτό το στοιχείο υπήρξε καθοριστικό όσον αφορά τον τρόπο που πολιτεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από την ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση και ύστερα. Από ένα σημείο και έπειτα, η κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας εμφανιζόταν ως αυτοσκοπός, με συνέπεια η μεθοδολογία που επελέγη προκειμένου αυτή να γίνει πραγματικότητα, να εξαντλείται σε τακτικούς χειρισμούς εντός του κοινοβουλίου. Η σχέση πολιτικής εκπροσώπησης που φιλοδόξησε να οικοδομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν στηρίχτηκε στη διαμόρφωση ενός ταξικά μεροληπτικού πολιτικού σχεδίου με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό, συγκροτημένου πάνω στην ανάλυση των κοινωνικών συσχετισμών, αλλά μάλλον στον συγκερασμό συχνά αντιτιθέμενων κοινωνικών συμφερόντων, υπό την ομπρέλα μιας θολής αφήγησης περί «παραγωγικής ανασυγκρότησης». Σ’ αυτό το πλαίσιο, η συγκεκριμένη μεθοδολογία δημιούργησε και τους όρους συγκρότησης του «ιστορικού μπλοκ της ανατροπής», υπό την προσδοκία –ως ένα βαθμό, τουλάχιστον– της επιστροφής σε μια προηγούμενη κατάσταση. Τέλος, η μετεκλογική συνεργασία με τους ΑΝ.ΕΛ. πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα της απόσπασης συναίνεσης από πιο συντηρητικά ακροατήρια, και έχοντας ως αφετηρία την στρατηγική ατολμία να πραγματοποιηθούν σημαντικές τομές σε τμήματα του κρατικού μηχανισμού.

Η προετοιμασία λοιπόν, ενός κοινωνικού δυναμικού να εμπλακεί με όρους άμεσης δράσης στην διαμόρφωση εκείνης της κοινωνικής κατάστασης που θα ανέτρεπε τις μνημονιακές πολιτικές και θα έβαζε σε κίνηση ανταγωνιστικές προς το κυρίαρχο μορφές οργάνωσης της καθημερινότητας, μπήκε σε δεύτερη μοίρα, ιδιαίτερα κατά το διάστημα της διακυβέρνησης. Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ελάχιστα αξιοποιήθηκε η –μικρότερη ή μεγαλύτερη– κοινωνική διαθεσιμότητα. Παρατηρήθηκε μια έντονη φοβικότητα από πλευράς κυβέρνησης, καθώς και μια ορισμένη αδράνεια από πλευράς κόμματος, στο να επενδύσουν στην εμπλοκή της κοινωνίας, φτιάχνοντας νέες υλικότητες με ριζοσπαστικό φορτίο και διαμορφώνοντας νέους ευνοϊκούς συσχετισμούς στο εσωτερικό, ώστε να πιέσουν, σε τελική ανάλυση, προς την κατεύθυνση της ρήξης.

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση εγκλωβίστηκε σε ένα σπιράλ δίχως τέλος, όπου η διαπραγμάτευση επανερχόταν ως μια κομβική διαδικασία που ποτέ δεν επρόκειτο να ολοκληρωθεί, υπό το βάρος της οποίας –και σε συνδυασμό με τους εκβιασμούς των δανειστών για διακοπή της χρηματοδότησης–, μεταρρυθμίσεις όπως η επαναφορά του κατώτατου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων, αλλά και ανάλογες τομές στον κρατικό μηχανισμό, μεταθέτονταν διαρκώς σε μεταγενέστερο χρόνο. Φαίνεται, σήμερα, πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει το χρόνο και το χώρο για τομές, τόσο στο επίπεδο της δανειακής σύμβασης, όσο και στα εσωτερικά μέτωπα, και πολύ περισσότερο δεν δείχνει να τον διεκδικεί.

Η απόπειρα για μία κυβέρνηση της Αριστεράς κατέδειξε, ακόμα, ερωτήματα και προβληματικές αναφορικά με το κράτος. Χωρίς να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, αναδείχθηκε πλέον και με όρους πολιτικής πρακτικής ότι το κράτος δεν είναι μόνο μία δομή αποτελούμενη από επιμέρους δομές που δημιουργούν και επικαθορίζουν τις σχέσεις των υποκειμένων στη βάση της κυρίαρχης αντίληψης. Είναι και οι ίδιες οι ελίτ που το στελεχώνουν, αυτές που δημιουργούν συνθήκες αναπαραγωγής συγκεκριμένων λογικών και πολιτικών. Κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (στο όνομα της Αριστεράς) διαπιστώθηκαν και τέθηκαν από την αρχή εμπόδια σε οποιαδήποτε διαδικασία άσκησης ριζοσπαστικής ή εναλλακτικής πολιτικής, και μάλιστα, στο πιο προνομιακό πεδίο για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, εκείνο των λεγόμενων δικαιωματικών ζητημάτων. Ο λόγος για μηχανισμούς του κράτους και κατασταλτικούς μηχανισμούς για τους οποίους δεν έγινε καμία προσπάθεια περιορισμού και υποβάθμισής τους. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκαν στο ακέραιο με την ίδια αστική λογική διαχείρισης. Δε θεωρούμε ότι μία Κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε, εν μία νυκτί, να καταργήσει τους μηχανισμούς του κράτους, ωστόσο θεωρούμε ότι θα μπορούσε να τους περιορίσει σε δράση και δυναμική.

Αυτό στο οποίο μάλλον εστίασε η κυβερνητική πολιτική και η όποια κομματική ρητορεία, ήταν η προσμονή ενός έντιμου συμβιβασμού στο πεδίο διαπραγμάτευσης, η οποία εντέλει μετουσιώθηκε σε πολλαπλούς συμβιβασμούς στο εσωτερικό πεδίο: με το κατεστημένο πολιτικό σύστημα, με τους μηχανισμούς του κράτους, με τμήματα της αστικής τάξης, με επιμέρους παραχωρήσεις στη νεοφιλελεύθερη λογική. Πέρα από συγκεκριμένα συμβολικά και μη μέτρα, κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό η λογική της «συνέχειας του κράτους» (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) και της σταθερότητας, τόσο αναφορικά με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, όσο και σε επίπεδο διοίκησής του, όπως έγινε με τις διοικήσεις των τραπεζών, την ΤτΕ, τη φοροδιαφυγή και τις φοροαπαλλαγές, τα ΜΜΕ κ.ά.

Η απάντηση που τα όργανα και οι διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσαν να ψηλαφίσουν, ήδη από το 2012, σχετικά με τον “έλεγχο του κράτους”, σχετιζόταν με τη έννοια (ή ίσως την παράφραση) της δυαδικής εξουσίας: μία κατάσταση κατά την οποία τα κοινωνικά υποκείμενα και οι δομές που αυτά συστήνουν στους κοινωνικούς τους χώρους, θα βρίσκονται σε συνεχή διάδραση με τις κυβερνητικές πολιτικές, εμφορούμενα από μια διάθεση επερώτησής τους· συνάμα, ο κυβερνητικός σχεδιασμός θα βγαίνει μέσα από τον εμπλουτισμό και την εικόνα που θα παίρνει από τους από κάτω· κι όλα αυτά, στη βάση της οργανωτικής και πολιτικής αρωγής του κόμματος. Εδώ, θα πρέπει να καταστεί σαφές πως δεν εννοούμε λογικές κορπορατισμού, όπου τα συνδικάτα θα εκλέγουν αντιπροσώπους οι οποίοι θα συμμετέχουν στην κοινοβουλευτική διαδικασία. Προφανώς, η δυαδική εξουσία δεν μπορεί να θεσπιστεί, αλλά να προκύψει ως κατάσταση, και μάλιστα, οιονεί επαναστατική. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο, θέλουμε να περιγράψουμε έναν τρόπο και μία λογική, βάσει των οποίων μία κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε να είναι όντως εργαλείο στα χέρια των από κάτω, κάτι που δεν μπορεί να υπηρετήσει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ.

Αντί για τα παραπάνω, η απονέκρωση των διαδικασιών του κόμματος και η συνακόλουθη καθήλωσή του, στέρησαν από το ΣΥΡΙΖΑ το στοιχείο της κοινωνικής γείωσης, με όλη τη σημασία που αυτή έχει για τη δράση ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς στους κοινωνικούς χώρους, στο βαθμό που στοχεύει στην ανάκτηση της πολιτικής από τις κοινωνικές δυνάμεις. Οι ανεπάρκειες και η γραφειοκρατικοποίηση του κόμματος ήταν καθοριστικές, με πιο χαρακτηριστική τη μη σύγκλιση των συλλογικών οργάνων και της Κ.Ε. πριν από την ψήφιση των προαπαιτούμενων, μεταφέροντας όλο το βάρος της ευθύνης σε όργανα αναρμόδια –όπως η Κ.Ο.–, και στην ατομική ευθύνη-συνείδηση του/της κάθε βουλευτή.

Συλλογικότητα και ζωή στο νέο πλαίσιο

Μέσα, λοιπόν, στη νέα συνθήκη, υπάρχει επερώτηση βασικών παραδοχών της προηγούμενης κατάστασης, που αφορούν ακόμα και την ανάγκη –πολλώ δε μάλλον την αποτελεσματικότητα– της ένταξης σε μια αριστερή νεολαιίστικη οργάνωση. Είναι αλήθεια ότι η δράση του συνόλου της Αριστεράς δεν κατάφερε, εκτός από ελάχιστα φωτεινά παραδείγματα, να εμπνεύσει και να απαντήσει στις καθημερινές ανάγκες της νεολαίας και της κοινωνίας. Είναι, επίσης, αλήθεια ότι η παρούσα συγκυρία παρουσιάζει τον ατομισμό και τον ανταγωνισμό στα όρια του κοινωνικού κανιβαλισμού, ως τις μόνες λύσεις επιβίωσης και προσωπικής ανάδειξης στο αστικό status quo. Ωστόσο, η μεγάλη αντίφαση της πραγματικότητας με αυτούς τους ισχυρισμούς είναι ακριβώς ότι το μέλλον της πλειοψηφίας της νέας γενιάς είτε φαίνεται ζοφερά χρωματισμένο, με επισφαλείς ή χαμηλόμισθες σχέσεις εργασίας και την ανεργία να καλπάζει, είτε τοποθετείται στο εξωτερικό για την αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Σε αυτό, λοιπόν, το χάσμα μεταξύ πραγματικότητας και αφήγησης του success story, έρχεται να απαντήσει μια σύγχρονη αριστερή οργάνωση, με στόχο την κοινωνική χειραφέτηση και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα.

Καταρχάς, η διαφορετική ανάγνωση των αιτιών την κρίσης, της ανισότητας, της μη ύπαρξης κοινωνικής δικαιοσύνης, η ανάδειξη των ταξικών διαφορών έναντι των εθνικών, και η σημασία ύπαρξης διαφορετικού υποδείγματος, δεν μπορούν παρά να αποτελούν λόγους αναζήτησης τρόπων οργάνωσης για αντίσταση και την αλλαγή του κυρίαρχου. Ταυτόχρονα, τα ιστορικά παραδείγματα αφενός, αλλά και η πολυπλοκότητα και η παντοδυναμία του σημερινού συστήματος αφετέρου, αφήνουν μηδαμινά περιθώρια επίτευξης νικών μέσω ατομικών προσπαθειών. Αντίθετα, οι μαζικοί, συλλογικοί αγώνες που κατάφεραν να ξεφεύγουν από την πεπατημένη (από την παρισινή κομμούνα μέχρι την Ισπανία του 36, το Μάη του 1968 και το Πολυτεχνείο) δημιούργησαν αυτές τις ιστορικές τομές και νίκες, που όχι μόνο εμπνέουν ακόμα στο σήμερα, αλλά και άλλαξαν άρδην τόσο την κοινωνική συνείδηση, όσο και την υλική πραγματικότητα ολόκληρων τάξεων. Οπότε, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τη μάχη της γενιάς μας με αισιοδοξία και προοπτική αποτελέσματος, πρέπει να βρούμε τον τρόπο και το όχημα για να μετέχουμε στις διαδικασίες και τους αγώνες που θα έρθουν.

Βέβαια, η οργανωμένη ζωή θα ήταν κενό γράμμα αν έμενε μόνο σε βερμπαλιστικά σχήματα και δελτία τύπου, γιατί η Αριστερά είναι πάνω απ’ όλα βίωμα. Αυτό σημαίνει ότι μια σύγχρονη αριστερή συλλογικότητα δεν έχει μόνο ως καθήκον να σπάει την κυρίαρχη ιδεολογία, αντικαθιστώντας την με τη συλλογική συνείδηση, αλλά και να βρίσκει τρόπους να αλλάζει την καθημερινότητα των μετεχόντων/ουσών, και να δημιουργεί εκείνες τις τομές στο κοινωνικό, ώστε ένας άλλος κόσμος να γίνεται διεκδικήσιμος και εφικτός.

Η μεθοδολογία της παρέμβασης μας

Το διακριτό ρεύμα που έχουμε σχηματίσει μέσα από τον τρόπο παρέμβασης μας, έχει αποκτήσει ταυτοτικά χαρακτηριστικά που αξίζουν να υπογραμμιστούν, ώστε στις μεταβατικές διαδικασίες να αποτελούν εργαλείο παρέμβασής μας. Είναι ενδιαφέρον ότι η εμπλοκή μας σε κινηματικές διαδικασίες όπως ο Δεκέμβρης του 2008 ή οι πλατείες του 2011 άφησαν ένα σημαντικό ερώτημα: Γιατί ο κόσμος, και ειδικά η νεολαία που κατέβηκε και διεκδίκησε τόσο μαζικά και συγκρουσιακά στο δρόμο και ενεπλάκη σε συνελευσιακές και κινηματικές διαδικασίες κάθε είδους, δεν εμπνέεται από την παραδοσιακή άσκηση πολιτικής και συνδικαλισμού στους κοινωνικούς χώρους μέχρι και τις γειτονίες, ή και από τις ίδιες τις πολιτικές οργανώσεις; Αν θεωρηθεί ότι δεν είναι α-ιστορικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ακριβώς αυτή η συνειδητοποίηση του ερωτήματος ως ανάγκη δημοκρατίας και συμμετοχής, έθεσε τις βάσεις για την διαμόρφωση της συλλογικής μας ταυτότητας.

Βασικό στοιχείο αυτής της αμφισβήτησης του “παλιού” είναι το ζήτημα της δομής· πώς δηλαδή οι σχέσεις που σχηματίζονται μέσα σε μια συλλογικότητα, μια διαδικασία ή μέσα στους κοινωνικούς χώρους ανακλούν διαφορετικές μεθοδολογίες και προσεγγίσεις, και επηρεάζουν τον τρόπο σκέψης και πολιτικοποίησης των μετεχόντων/ουσών. Αν θέλουμε λοιπόν να μιλήσουμε για ενεργά μέλη και ζωντανές και παραγωγικές συζητήσεις, δεν μπορούμε να ξεχνάμε τον τρόπο που αυτές διαρθρώνονται. Αυτό είναι ένα από τα σημεία που μας υπενθύμισαν οι πλατείες. Η δημοκρατική λειτουργία μίας δομής θεμελιώνεται στη βάση της διεύρυνσης της δυνατότητας του «συναποφασίζειν», στο βαθμό που αυτό θα γίνεται βίωμα για τα υποκείμενα που θα συμμετέχουν και θα αλληλεπιδρούν. Με αυτό ως προϋπόθεση, η υλοποίηση των αποφάσεων πρέπει να αφορά τους ίδιους ανθρώπους που μετείχαν στην λήψη τους, καθώς η έγκληση είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας ενσωμάτωσης ατομικών ιδεών και σκέψεων σε ένα συλλογικό συνεχές. Η διάρρηξη αυτού μπορεί είτε να επιφέρει συγκεντρωτικές λογικές (αποφασίζουν λίγοι, υλοποιούν οι πολλοί), οι οποίες αποσυσπειρώνουν τον κόσμο, κάνοντάς τον να μη νοιώθει μέρος αυτής της διαδικασίας, είτε αναθετικές (αποφασίζουν πολλοί, υλοποιούν λίγοι), όπου άνθρωποι αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες από όσες θα έπρεπε να τους αναλογούν.

Προφανώς, αυτή η προσέγγιση των διαδικασιών όπου η δημοκρατία δεν είναι μόνο σκοπός αλλά και μέσο, δεν αφορά μόνο την λειτουργία της οργάνωσης στο εσωτερικό της αλλά και τον τρόπο που παρεμβαίνει στους κοινωνικούς χώρους. Έχοντας, λοιπόν, εικόνες από τους “κλασικούς” χώρους παρέμβασης (φοιτητικοί σύλλογοι, σωματεία) μέχρι και τις σχετικά πρόσφατα ανεπτυγμένες συνελεύσεις γειτονιών, παρατηρούμε πράγματι ότι στις συλλογικές διαδικασίες όπου η διάρθρωση των δομών δεν επιτρέπει την από κοινού απόφαση και υλοποίηση για τα εκάστοτε ζητήματα που ανακύπτουν, καταλήγουν να μην εμπνέουν και να μην παρακινούν τον κόσμο που απευθύνονται. Αντίθετα, μπορούμε να πάρουμε επιτυχημένα παραδείγματα, όπως οι ομάδες εργασίας, που χαρακτηρίζονται από τη συλλογικοποίηση της ευθύνης μέσω του καταμερισμού, ώστε όλοι και όλες να αποτελούν φορείς των αποφάσεων και των δράσεων.

Ωστόσο, για να έχει νόημα αυτή η μεθοδολογία στους κοινωνικούς χώρους, πρέπει να αντιληφθούμε τη σημασία της αυτονομίας τους. Όταν ο τρόπος παρέμβασης των οργανωμένων δυνάμεων δεν αναγνωρίζει ότι η πυροδότηση εξελίξεων στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού περνάει από την αλληλεπίδραση των πολιτικών σχεδίων με τα υποκείμενα που απαρτίζουν κάθε χώρο, και την μεταβολή τους ώστε αυτά να γίνουν κτήμα τους αλλά και να μπολιαστούν με τις ίδιες τις ανάγκες και τις επιθυμίες των “από κάτω”, παρατηρείται να οξύνεται η διαμάχη για την κατοχή της απόλυτης αλήθειας. Δυστυχώς, αυτή η συζήτηση περισσότερο περιορίζει το ακροατήριο που μπορεί να συμμετάσχει και εκ του αποτελέσματος εκπίπτει στο ιδεολόγημα ότι η αντίσταση είναι δουλειά των ειδικών. Οπότε, η άμεση δημοκρατία και ο πλατφορμισμός είναι δύο πρακτικές πλήρως αντίρροπες και θέτουν διαφορετικές βάσεις διαδικασιών, που καταλήγουν στην οικοδόμηση είτε πολύμορφων, μαζικών και αποτελεσματικών κινημάτων, είτε κινημάτων πλήρως ηγεμονευόμενων, τα οποία δεν έχουν να προσφέρουν κάτι καινούργιο ούτε ως περιεχόμενο ούτε ως δομή στο πεδίο της αντίστασης.

Στο επίπεδο εσωτερικής λειτουργίας της οργάνωσης, αντίστοιχη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση του οριζόντιου χαρακτήρα της, τόσο σε σχέση με την πρόσβαση όλων στην ενημέρωση, όσο και σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας των οργάνων, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για μια υγιή καθημερινή συλλογική ζωή. Αυτό περιλαμβάνει την ανοιχτότητα και την προσβασιμότητα στο περιεχόμενο όλων των διαδικασιών, ώστε να μην υπάρχουν “σκοτεινά κέντρα” λήψης αποφάσεων, αλλά και να υπάρχει έλεγχος στα πραγματικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα, για να αποφευχθεί το μοντέλο μιας οργάνωσης-“κλειδαρότρυπας”, όπου η αλήθεια θα μεταβάλλεται ανάλογα με το πρόσωπο που την μεταφέρει. Ταυτόχρονα, όμως, η οριζοντιότητα αφορά και τον τρόπο καθημερινής επικοινωνίας των μελών. Πρέπει, δηλαδή, να υπάρχει προνοητικότητα για χώρους όπου θα δομούνται συντροφικές σχέσεις (π.χ. στέκια), με αφορμή πολιτικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις, αλλά και όπου, έξω και ενάντια από τις εμπορευματοποιημένες σχέσεις, η αυτοδιαχείριση θα έχει τον πρώτο λόγο στην λειτουργία τους, αναδεικνύοντας ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής. Βέβαια, αντίστοιχη εφαρμογή μπορούμε να ψηλαφίσουμε και σε κοινωνικούς χώρους και γειτονιές με πολιτιστικά στέκια, εργατικές λέσχες, αυτοδιαχειριζόμενα κυλικεία κ.τ.λ.

Η ανασύνθεση της Αριστεράς

Η διαδικασία της ανασύνθεσης της Αριστεράς και του ριζοσπαστικού χώρου δε μπορεί να ταυτίζεται απλώς με τις εγκλήσεις που παράγει η αποτυχία του εγχειρήματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Για μας η ένταξη και η δράση μας στην Αριστερά αποτελεί ένα συνεχές μετασχηματισμού του ίδιου μας του πολιτικού υποκειμένου και των κοινωνικών χώρων που ζούμε και υπάρχουμε. Η οργανική σχέση αυτών των δύο, της συλλογικότητάς μας και των διάφορων πτυχών του κοινωνικού πειραματισμού που επιδιώκουμε, αποτελούν την σταθερά πάνω στην οποία καλούμαστε να επεξεργαστούμε και να αναλύσουμε την νέα κατάσταση και να λάβουμε πραγματικές πρωτοβουλίες για την νέα Αριστερά που χρειαζόμαστε. Είναι σημαντικό να διακρίνουμε πως η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία, πιθανώς να ορίζει και το τέλος μιας ιστορικής περιόδου για την ίδια την Αριστερά. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο να αναζητήσουμε εκ νέου τους τρόπους με τους οποίους θα αντιπαρατεθούμε συνολικά με την καπιταλιστική ολοκλήρωση, καθώς και το οραματικό τους περιεχόμενο.

Με ποιους όρους ανασύνθεση;

Η άρση των πρότερων βεβαιοτήτων στη σκέψη και τη δράση μας αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την υπόθεση της νέας Αριστεράς. Πέρα από λογικές οχύρωσης, είναι αναγκαίος τόσο ένας κοινός χώρος και χρόνος για την συνεύρεση και την όσμωση των διάφορων αριστερών ρευμάτων, όσο και η αλληλεπίδραση αυτών με τα υπαρκτά σήμερα κοινωνικά κινήματα και την πρωτότυπη και πρωτόγνωρη, πολλές φορές, νεανική δημιουργικότητα και δραστηριοποίηση. Υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρούμε πως για την υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης χρειαζόμαστε μία ακόμα οργάνωση της Αριστεράς που θα θέσει την δικιά της μεγάλη αφήγηση, αλλά, αντιθέτως, θα πρέπει να καταπιαστούμε με νέα εργαλεία και μεθοδολογίες που θα ξεδιπλώνουν από κοινού τη σύγχρονη θεωρία και μια πιο προωθημένη δράση. Η συγκρότηση του δικού μας ρεύματος συμβαίνει με μέσο και σκοπό την ανανέωση της αριστερής ταυτότητας και της συγκρότησης των κινημάτων, και γνώμονα την ανάγκη και την επιθυμία της συνολικής ανασύνθεσης της Αριστεράς.

Βασική δικλείδα ώστε η ανασύνθεση της Αριστεράς να είναι μια πραγματικά προωθητική διαδικασία, είναι το να συμβαίνει με όρους κοινωνικής απεύθυνσης και ανοιχτότητας στα νέα κοινωνικά υποκείμενα που πασχίζουν να γεννηθούν. Παράλληλα, υπό την έγκλιση ενός κοινού στρατηγικού στόχου, του κοινωνικού μετασχηματισμού, που θα τίθεται σε χρόνο ενεστώτα και θα προετοιμάζει την περαιτέρω δράση μας σε χρόνο μέλλοντα, αυτά τα υποκείμενα θα διεκδικούν τον δικό τους χώρο μέσα στον οποίο θα κινούνται και θα δικτυώνονται.

Αυτή η διαδικασία διεκδίκησης καλείται να είναι η βασική μας στρατηγική στους κοινωνικούς χώρους που υπάρχουμε (πανεπιστήμια, γειτονιές, εργασιακοί χώροι) προκειμένου να πατάμε ταυτόχρονα στο σχήμα εναντίωση – δημιουργία. Στο βαθμό που συνομολογούμε ότι ο κοινωνικός μετασχηματισμός διεξάγεται στον ορίζοντα ενός «δημιουργικού αντικαπιταλισμού», η παρέμβασή μας καλείται να οργανώνει την κοινωνική οργή σε ανυπακοή, να σκιαγραφεί διεξόδους υπέρβασης μέσω των πλούσιων δυνατοτήτων και δεξιοτήτων του νεολαιίστικου υποκειμένου, να περιγράφει και να θέτει την διαδικασία αυτή μέσα στο αξιακό πλαίσιο που φέρουν τα χειραφετητικά προτάγματα της Αριστεράς και όχι μόνο. Αυτή η προσέγγιση για τα νέα κοινωνικά κινήματα επενδύει στην ίδια την υπόσταση και δυναμική τους, και προϋποθέτει την οργανική μας εμπλοκή με αυτά, που, εν τέλει, θα εξασφαλίζει την συμπύκνωσή τους σε ένα συνολικό σχέδιο αντιπαράθεσης με την κυριαρχία και θα μεριμνά για τη συγκρότηση του δικού μας δικτύου παραγωγής ισχύος. Μπροστά σ’ αυτόν τον ορίζοντα, η ανασύνθεση της Αριστεράς δε μπορεί να δρομολογείται μέσω συνεννοήσεων μεγαλοστελεχών, και στο πλαίσιο μιας μίνιμουμ πολιτικής συμφωνίας, αλλά στον κοινό χώρο της από τα κάτω δραστηριοποίησης και υπό την κοινώς παραδεχόμενη στρατηγική έγκλιση.

Σε αυτή τη φάση κανένα από τα υπάρχοντα και υπό διαμόρφωση πολιτικά μορφώματα της αριστεράς δεν έχει καταφέρει να συγκροτήσει μια συνεκτική ηγεμονική αφήγηση απέναντι στο κυρίαρχο. Το σύνολο της αριστεράς, ακόμη και των πλέων σεχταριστικών μερίδων της, αυτή τη στιγμή βιώνει με αρκετά εκκωφαντικό τρόπο ένα αδιέξοδο που την καλεί να επερωτήσει βαθιά ριζωμένες αλήθειες για το εκάστοτε πολιτικό μόρφωμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών έχουμε δει μία σειρά πολιτικών διασπάσεων παγιωμένων μέχρι πρότινος πολιτικών χώρων και εκτός του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και μια σειρά νέων μορφωμάτων που συγκροτούνται στη βάση των νέων ερωτημάτων (Λαϊκή Ενότητα, Δίκτυο για τη Ριζοσπαστική Αριστερά, διεύρυνση Ανταρσία κλπ). Είναι ανοικτό διακύβευμα το κατά πόσο αυτές οι διαδικασίες δεν καλούνται να παγιώσουν νέες βεβαιότητες ή να αποτελέσουν νέοι χώροι για την αναπαραγωγή μηχανισμών, αλλά κατά πόσο θα συνεχίσουν να εμπλέκονται ενεργά στην ακόμα ζωντανή ανασυνθετική διαδικασία.

Σε αυτό το πλαίσιο η δική μας υπό συγκρότηση οργάνωση κατά βάση δεν μπορεί παρά να ενθαρρύνει την ανασύνθεση ως μια διαδικασία η οποία ακόμη δεν έχει κλείσει τον κύκλο της. Σε αυτό τη πλαίσιο παρακολουθούμε με ενδιαφέρον τις διαδικασίες των ήδη υπαρχουσών συλλογικοτήτων οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ειδωθούν ως παγιωμένα μπλοκ ή ως πολιτικοί ανταγωνιστές. Η μνημονιακή επίθεση σε αυτή της τη φάση συγκροτεί μια πολύ πραγματική βάση για την συμπόρευση των δυνάμεων της αριστεράς στα επιμέρους πολιτικά μέτωπα (φοιτητικό – εργασιακό – ανεργία – πλειστηριασμοί – ασφαλιστικό). Η δική μας εμπλοκή σε μετωπικά εγχειρήματα πρέπει να κοιτάει προς την εμπλοκή της πληττόμενης κοινωνικής βάσης με όρους ισοτιμίας, με κριτήρια την δημοκρατική συγκρότηση απέναντι σε λογικές από τα πάνω συνεννοήσεων. Την ίδια στιγμή ξεκινώντας από αυτές τις διεργασίες θέλουμε να αναζητήσουμε βαθύτερες πολιτικές συγκλίσεις με κομμάτια της αριστεράς που, ανεξάρτητα από την εμπλοκή του στο εκάστοτε μόρφωμα, είναι διατεθειμένα να δοκιμάσουν τον εαυτό τους με ειλικρινή διάθεση στο έδαφος της ανασυνθετικής διαδικασίας. Αντιλαμβανόμαστε ότι το φαντασιακό μιας ενωμένης αριστεράς που θα υπερβεί τον κατακερματισμό και τις ασφάλειες του παρελθόντος, θα επερωτήσει τον εαυτό της και θα συγκροτήσει ένα νέο αριστερό υπόδειγμα, πόσο μάλλον με όρους ενιαίου πολιτικού υποκειμένου, απέχει αρκετά από τη σημερινή εικόνα, ωστόσο θεωρούμε ότι αυτό αποτελεί ένα ακόμη ανοιχτό ερώτημα με βάση το οποίο όλοι και όλες μας θα κριθούμε.

Τα νέα ερωτήματα

Για να μιλήσουμε για ανασυνθετικές διαδικασίες, θα πρέπει να αναμετρηθούμε, επίσης, με την υπέρβαση των παλαιών ενδοαριστερών διαφοροποιήσεων για τη δομή και τη λογική λειτουργίας ενός κόμματος, μετώπου, ή μίας οργάνωσης εν γένει. Συνάμα, θα πρέπει να επερωτούμε συνεχώς τη δομή και τη στελέχωση του κράτους, τόσο υπό το πρίσμα της αυτονόμησής του, όσο και υπό το ερώτημα του εάν και κατά πόσο μπορεί να ελεγχθεί. Τέλος, θα πρέπει σε όλη αυτή τη συζήτηση να τεθεί το ερώτημα για την ίδια την έννοια της Κυβέρνησης της Αριστεράς, εάν μπορεί να υπάρξει και υπό ποιες προϋποθέσεις.

Θα πρέπει να ξαναδούμε, λοιπόν, το αν η ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας από την Αριστερά μπορεί να αποτελέσει ένα ακόμη εργαλείο για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί, καθώς θα πρέπει να μιλήσουμε και για την ίδια την κοινωνική κίνηση. Τα κινήματα στη βάση της πολιτικής τους αυτοτέλειας, θα πρέπει να βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική και μετασχηματιστική σχέση με το κόμμα/οργάνωση.

Μία παρατήρηση αναφορικά με το μοντέλο οργάνωσης, η οποία σχετίζεται άμεσα με τις ανασυνθέσεις της ελληνικής Αριστεράς, θα οδηγήσει, στη διαπίστωση ότι η πλειονότητα των αριστερών μορφωμάτων, εξαιρουμένου του ΚΚΕ, στρέφονται προς μετωπικές λογικές. Η μετωπική λογική, που στη Αριστερά του 21ου αιώνα ήρθε μέσα από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ και εν συνεχεία με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να σημαίνει συγκολλήσεις και διατήρηση της επιμέρους ισχύος της κάθε οργάνωσης. Αυτή η συγκόλληση και οι μικροηγεμονισμοί που τη συνοδεύουν, έφταιξαν για πολλές παθογένειες μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και δημιούργησαν διαιρέσεις και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίστοιχα, τέτοιοι κίνδυνοι απειλούν και την ενότητα του εγχειρήματος της ΛΑΕ. Ωστόσο, η έννοια του μετώπου θα μπορούσε –ίσως– στο μέλλον να αποτελέσει τμήμα της απάντησης για την οργάνωση μίας νέας Αριστεράς (π.χ. αν αξιοποιηθούν διαδικασίες και δομές της μετωπικής λογικής), καθώς σε αυτούς τους χώρους μπορεί εν τέλει να γίνει και η βασική ανασυνθετική διαδικασία μεταξύ συντροφισσών και συντρόφων προερχόμενων από διαφορετικά ρεύματα. Εμείς, σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε να κοιτάμε και να κάνουμε πολιτική με τα μάτια στραμμένα στο κοινωνικό, στη βάση ανασυνθετικών διαδικασιών εντός της Αριστεράς.

Σχετικά, τώρα, με τη δημιουργία μιας μεταβατικής νεολαιίστικης οργάνωσης, θα πρέπει να κάνουμε την παραδοχή πως η συγκεκριμένη χρονική περίοδος ενδείκνυται για τη δημιουργία μιας αυτόνομης οργάνωσης νεολαίας. Σε καιρούς όπως αυτός, όταν, δηλαδή, έχει προηγηθεί απώλεια και ήττα, δεν μπορούμε παρά να μιλάμε για επανεκκίνηση με παρακαταθήκες. Για μας βασικές παρακαταθήκες είναι τα ταυτοτικά μας χαρακτηριστικά, όπως το πολιτιστικό αντιπαράδειγμα, ο φεμινιστικός λόγος και τα ζητήματα της lgbtqi κοινότητας, ο αντιρατσισμός και ο αντιφασισμός, καθώς και η οργανική εμπλοκή με τα κινήματα και ο σεβασμός στα χαρακτηριστικά τους. Θεωρούμε ότι αυτά τα χαρακτηριστικά πρέπει να ζυμωθούν πολύ εντονότερα στο εσωτερικό της μεταβατικής μας οργάνωσης και να γίνουν κοινό κτήμα όλων των μελών της, ακριβώς επειδή θεωρούμε ότι η οικοδόμηση μιας συλλογικής ταυτότητας αίρει το φόβο για αφομοίωση και μας δίνει την απαραίτητη σιγουριά και τα εργαλεία για να προχωρήσουμε σε ανασυνθετικές διαδικασίες.

Τη στιγμή που το μνημόνιο πλήττει συνολικά την αυτόνομη κοινωνική κατηγορία της νεολαίας, πρέπει να εστιάσουμε στην εκπόνηση ενός πολιτικού σχεδίου για την ίδια τη νεολαία, μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό δεν θα μπορεί να είναι ολιστικό χωρίς μια συλλογική κεντρικοπολιτική αναφορά. Κάνουμε, ωστόσο, την παραδοχή ότι διανύουμε υβριδικούς καιρούς, συνεπώς δεν πρέπει να μείνουμε αδρανείς περιμένοντας να έρθουν οι «κατάλληλοι καιροί», αλλά να δημιουργήσουμε στο τώρα μια συλλογικότητα που θα απαντά στις ανάγκες και τους προβληματισμούς της νεολαίας. Με βάση τα παραπάνω, όμως, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το σχέδιο αυτό δεν μπορεί να προκύψει από ένα μόνο κομμάτι της αριστεράς, αλλά απαιτεί λογικές συνεργασίας και μετωπικής συμπόρευσης.

Με βάση τα παραπάνω, οι ανασυνθετικές διαδικασίες της αριστεράς είναι αναγκαίες για την ίδια την ύπαρξη της αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Για μας η ανασύνθεση δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια διαδικασία σαφώς προσδιορισμένη από τα πριν, με δεδομένα και προβλέψιμα αποτελέσματα. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι μια διαδικασία δημιουργίας κοινών αναπαραστάσεων κινηματικών εμπειριών. Αυτό δεν μπορεί παρά να γίνει με σεβασμό τόσο στην αυτονομία των κοινωνικών χώρων, όσο και στις διαφορετικές χρονικότητες και δυνατότητες των πολιτικών χώρων, χωρίς, βέβαια, να μιλάμε για μια διαδικασία που θα απλωθεί στο επέκεινα. Πρέπει, δηλαδή, να απομακρυνθούμε από μια ιδεοτυπική αντίληψη για την ανασύνθεση και ταυτόχρονα να καταλάβουμε ότι πρόκειται για μια διαλεκτική υπόθεση. Υπ’ αυτήν την έννοια, αντιλαμβανόμαστε τις διαδικασίες αυτές με όρους κοινωνικού πειραματισμού και αλληλομόλυνσης, που θα άρει τις μεταξύ μας ανταγωνιστικές σχέσεις και θα δημιουργήσει στη θέση τους νέους συντροφικούς δεσμούς. Υπό αυτό το πρίσμα μόνο, μπορούμε να δούμε, σταδιακό το επόμενο διάστημα, με θετικό τρόπο τις ανασυνθετικές και μετωπικές διεργασίες με τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιτικής αριστεράς.

Οι ανασυνθετικές διαδικασίες θεωρούμε πως θα πρέπει να γίνουν όχι από επιλογή, αλλά μάλλον στα όρια της ανάγκης, εάν θέλουμε να μιλάμε για την ύπαρξη της ίδιας της Αριστεράς. Προφανώς, μολονότι ο παλιός τρόπος παραγωγής πολιτικού λόγου δεν έχει χώρο σε τέτοιες διαδικασίες, αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, πως τίποτα δεν δημιουργείται από το μηδέν, οπότε και αυτές οι διαδικασίες θα φέρουν στοιχεία του έως τώρα τρόπου άσκησης πολιτικής. Το ζήτημα είναι, όμως, και η κοινή πολιτική βούληση όλων των πλευρών, διότι αυτή μπορεί να αποτελέσει και την αφετηρία για μία πιο συντεταγμένη συζήτηση. Μία συζήτηση που θα πατάει στις εμπειρίες του κοινωνικού πειραματισμού, θα απολογίζει τις διαδικασίες και τα παράγωγά του και συνάμα μέσα από αυτές τις διαδικασίες θα προσπαθεί όχι απλά να ανασυνθέτει τάσεις και πολιτικές τοποθετήσεις, αλλά, στην τελική, να παραγάγει μία πρωτότυπη πολιτική στρατηγική, που θα αποτελεί γέννημα αυτών των διαδικασιών κι όχι συγκόλληση των παλαιών πολιτικών στρατηγικών με ολίγη από αυτοκριτική. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία θα πρέπει να γίνει –προφανώς με σεβασμό στις χρονικότητες της κάθε συλλογικότητας– σε χρόνο άμεσο κι όχι να καταλήξει στο επέκεινα ως μία βούληση και μόνο. Αυτό σημαίνει ότι τα βήματα που ήδη έχουν γίνει είναι μικρά, άτολμα και αναντίστοιχα της έως τώρα συγκυρίας, και για τα οποία προφανώς παίρνουμε την ευθύνη που μας αναλογεί· χαρακτηρίζει, όμως, και όλα τα υπόλοιπα κομμάτια της Αριστεράς. Θα πρέπει να υπερβούμε όλοι και όλες τη συνήθεια των έως τώρα πρακτικών και να καταλάβουμε την αναγκαιότητα μίας άλλης από κοινού διαμορφωμένης πολιτικής στρατηγικής. Τέλος, θα πρέπει να εμπεδωθεί η παραδοχή που κάναμε όλο το προηγούμενο διάστημα, ότι οι κυρίαρχοι πλέον δεν μπορούν να περιγράψουν το μέλλον και να δημιουργήσουν μία θετική προβολή των υποκειμένων, έστω μετά από μία περίοδο. Η αφήγηση των κυρίαρχων συνιστά μια δυστοπική εικόνα για τον καθένα και την καθεμία από εμάς. Συνεπώς, το δικό μας πολιτικό σχέδιο, που οφείλει να ακολουθεί το παραπάνω σκεπτικό, πρέπει να τελειώνει κάθε αυταπάτη του νεοφιλελεύθερου ονείρου και, συνάμα, να προσπαθεί να βγάζει μια θετική αφήγηση για ένα διαφορετικό μέλλον.

Κείμενο Συμβολής της σπουδάζουσας

Από το ταραχώδες καλοκαίρι στην μνημονιακή κανονικότητα

Η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ με την ενσωμάτωσή του στο μνημονιακό μπλοκ, η επιστροφή στην «μνημονιακή κανονικότητα» μέσω της ψήφισης και σταδιακής εφαρμογής του τρίτου μνημονίου από την συγκυβέρνηση Σ.ΥΡΙΖ.Α-ΑΝΕΛ συνθέτουν τα βασικά στοιχεία της νέας πολιτικής περιόδου. Η διαπραγματευτική στρατηγική που ακολούθησε η κυβέρνηση το περασμένο καλοκαίρι με στόχο μια συμφωνία φιλολαϊκού και ριζοσπαστικού χαρακτήρα καθώς και η πεποίθηση για μια επερχόμενη αλλαγή των συσχετισμών εντός της Ε.Ε. ηττήθηκαν. Ήδη με την συμφωνία μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών στις 20 Φλεβάρη διαφάνηκαν τα πλαίσια στα οποία κινείται η ελληνική κυβέρνηση, με μια αμυντική στάση απέναντι στον νεοφιλελεύθερο μηχανισμό της Ε.Ε. και μια σταδιακή οπισθοχώρηση από τις προγραμματικές της δεσμεύσεις για την εφαρμογή ενός εναλλακτικού σχεδίου ανάσχεσης των μνημονιακών πολιτικών. Η συνθηκολόγηση με την υπογραφή του 3ου μνημονίου αποτέλεσε αφενός την πλήρη ενσωμάτωση της κυβέρνησης και αφετέρου ανέδειξε τα όρια που υπάρχουν εντός της Ε.Ε. για μια διαφορετική άσκηση πολιτικής, ταξικά μεροληπτικής υπέρ των υποτελών στη βάση των αναγκών τους και πέρα από τη λιτότητα. Στο κομμάτι του κοινωνικού, η οπισθοχώρηση της μάχης για ένα εναλλακτικό υπόδειγμα πέρα του κυρίαρχου καθώς και η υιοθέτηση του δόγματος TINA από την κυβέρνηση, ότι δεν μπορεί να υπάρχει εναλλακτικός δρόμος πέρα από αυτόν της λιτότητας, δημιουργούν ένα κλίμα ήττας, αδράνειας και οπισθοχώρησης των κινημάτων.

Κορυφαία στιγμή των γεγονότων του περασμένου καλοκαιριού αποτέλεσε το Δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη. Το μεγάλο και νικηφόρο ΟΧΙ της νεολαίας και των εργαζομένων, αποτέλεσε μια ταξική σύγκρουση με διεθνή αντίκτυπο που απάντησε ενάντια στα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας, ενάντια στους εκβιασμούς από τις ευρωπαϊκές και ελληνικές πολιτικές ελίτ, ενάντια στο «πάση θυσία ευρώ». Μέσα σε μια πραγματική «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», με την δημιουργία ενός σκηνικού φόβου και τρομοκρατίας από τα κυρίαρχα ΜΜΕ και το αστικό μπλοκ εξουσίας, με την διακοπή της ρευστότητας, την επιβολή capital controls και την απειλή για ευρύτερη κοινωνική αποσταθεροποίηση εάν δεν υπάρξει μνημονιακή ενσωμάτωση, η πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία έδωσε μια ξεκάθαρη απάντηση στις ακολουθούμενες πολιτικές των τελευταίων ετών και αρνήθηκε τη συνέχισή τους. Παρά το μετασχηματισμό που υπέστη το μεγαλειώδες ΟΧΙ μέσω της ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ και της παγίωσης της άποψης περί μη εναλλακτικής λύσης στο σύνολο της κοινωνίας, το ΟΧΙ ανέδειξε μια κοινωνική δυναμική, ιδίως στο κόσμο της νεολαίας, η οποία μπορεί να αποτελέσει παρακαταθήκη όχι μόνο για την ανάπτυξη και τη δημιουργία αυτής της εναλλακτικής λύσης αλλά και για την αναζωπύρωση των κοινωνικών διεργασιών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την εκλογική της νίκη στις 20 Σεπτέμβρη συνεχίζει τις καταστροφικές πολιτικές των προηγούμενων χρόνων που πλήττουν τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Ήδη η ψήφιση μιας σειράς νομοσχεδίων όπως αυτά για τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, η διάλυση του ασφαλιστικού συστήματος κ.ά. δείχνουν την κατεύθυνση που κινείται η κυβέρνηση και την σταδιακή αποκοπή της με τα κατώτερα στρώματα.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση δεν μπορεί παρά να δημιουργούνται ερωτήματα αλλά και προκλήσεις για τον μέλλον, για το πως τα κινήματα θα συνεχίσουν να παλεύουν και να αντιστέκονται στην εφαρμογή των παραπάνω πολιτικών καθώς και στη λογική του TINA. Προασπιζόμενοι τα συμφέροντα των υποτελών και όλων όσων πλήττονται από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι αναγκαίο όσο ποτέ άλλοτε να επιμείνουμε και να οργανώσουμε συλλογικά τις κοινωνικές αντιστάσεις και διεκδικήσεις ενάντια στο ασφυκτικό πλαίσιο της πρακτικής εφαρμογής του μνημονίου. Είναι απαραίτητη η στήριξη και η συμμετοχή στις κινηματικές διεργασίες και τους αγώνες που θα συνεχίσουν να αντιτάσσονται στις επιταγές των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, με πρόσφατο παράδειγμα την ψήφιση των πλειστηριασμών πρώτης κατοικίας και την ανάγκη συμμετοχής σε πρωτοβουλίες που θα μπλοκάρουν το παραπάνω μέτρο. Στο κομμάτι της προσφυγικής κρίσης οφείλουμε να συμμετέχουμε ενεργά στις κινηματικές διαδικασίες καθώς και στα εγχειρήματα αλληλεγγύης που απαντούν στις άμεσες ανάγκες των προσφύγων και των μεταναστών/στριών, οι οποίοι/ες προσπαθώντας να ξεφύγουν από τις πολεμικές επεμβάσεις στις χώρες τους, έρχονται αντιμέτωποι με τις αντιμεταναστευτικές πολιτικές της Ευρώπης-φρούριο και της ελληνικής κυβέρνησης, με αποτέλεσμα εκατοντάδες από αυτούς να καταλήγουν νεκροί στο Αιγαίο και στην Μεσόγειο. Ειδικά μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι η οχύρωση της Ευρώπης πίσω από την ιδέα της ασφάλειας αυξάνεται, φράχτες υψώνονται στα σύνορα, το καθεστώς έκτακτης ανάγκης παγιώνεται και οι πρόσφυγες και οι μετανάστες στοχοποιούνται. Ένας ακόμη αγώνας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η αντίσταση στην έκδοση των πέντε φοιτητών στις ιταλικές αρχές μετά την σύλληψή τους, λόγω της συμμετοχής τους σε διαδήλωση στο Μιλάνο. Η δίωξη των πέντε φοιτητών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον αυταρχικό χαρακτήρα των ευρωπαϊκών ενταλμάτων σύλληψης αποτελεί μια προσπάθεια ποινικοποίησης της ελεύθερης έκφρασης αλλά και της ελεύθερης πολιτικής δραστηριότητας, έχοντας ως στόχο τη καταστολή όλων των αγώνων, των διεθνών διαδηλώσεων και της αλληλεγγύης.

Η δική μας απάντηση λοιπόν σε όλα τα παραπάνω μέτωπα της περιόδου που διανύουμε πρέπει να περνάει μέσα από την αντίσταση στην λογική του ΤΙΝΑ και την αταλάντευτη στήριξη στους κοινωνικούς αγώνες που έχουν ήδη ξεκινήσει ή αναμένεται να ξεσπάσουν. Η οργανική μας εμπλοκή και συμμετοχή στα κινήματα αντίστασης και αλληλεγγύης της εποχής (μεταναστευτικοί αγώνες, Free 5, αλληλεγγύη στους πρόσφυγες, πλειστηριασμοί κ.ά.) δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την πεποίθηση ότι η επιμονή στους κοινωνικούς αγώνες, στις κινηματικές διεργασίες και διεκδικήσεις είναι ένας καταστατικός όρος προκειμένου να μπορέσουμε να δώσουμε εκ νέου απαντήσεις στα ερωτήματα της περιόδου και, ταυτόχρονα, να συμβάλλουμε ουσιαστικά στην προσπάθεια αναθέρμανσης του κοινωνικού και στην τόνωση της αμφισβήτησης απέναντι στην μνημονιακή κανονικότητα.

2. Αναλύοντας την επίθεση στο πανεπιστήμιο: η ανάγνωση της επίθεσης και ο νόμος Φίλη

Ήδη πάνω από μία δεκαετία η τριτοβάθμια εκπαίδευση βαδίζει όλο και με πιο έντονους ρυθμούς προς την υλοποίηση της συνθήκης της Μπολόνια, τόσο στον κατακερματισμό των πτυχίων όσο και στο ζήτημα των φοιτητικών δικαιωμάτων. Η αποτύπωση του περιεχομένου της Μπολόνια, ενός περιεχομένου δηλαδή με νεοφιλελεύθερο πρόσημο, στην ελληνική περίπτωση συνέβη μέσω του νόμου Διαμαντοπούλου και των αλλαγών του νόμου Αρβανιτόπουλου. Οι δύο αυτοί νόμοι περιέχουν όλο το νεοφιλελεύθερο δόγμα όχι μόνο για την Παιδεία αυτή καθ’ εαυτή αλλά και για τη σχέση της με την μετέπειτα αγορά εργασίας. Ο νόμος Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου με τη γενική κατευθυντήρια περί σπασίματος των πτυχίων, τη συλλογή πιστωτικών μονάδων, τα ποικίλα μαθήματα επί πληρωμή σεμιναριακού τύπου και τη συνεχόμενη εξειδίκευση αφ’ ενός διαλύουν κάθε έννοια ακαδημαϊκού αντικειμένου. Αφ’ ετέρου τίθεται ζήτημα στο πως γίνεται αντιληπτός ο νέος εργαζόμενος ως συνεχώς εξειδικευόμενος, όπου δε θα έχει ενιαίο πτυχίο και συνεπώς δε θα έχει και ενιαία επαγγελματικά δικαιώματα, και κατά συνέπεια και μη δυνατότητα συλλογικών συμβάσεων.

Το ζήτημα, ωστόσο, της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης είναι πολυπαραγοντικό ως προς τον αντίκτυπό της. Οι νεοφιλελεύθερες λογικές συνεχούς εξειδίκευσης, σπασίματος των ακαδημαϊκών αντικειμένων (και μέσω της «διοικητικής» αλλαγής που επέφερε το σχέδιο Αθηνά I, όπου άλλαζε το χάρτη των Σχολών και των Τμημάτων καταστρατηγώντας κάθε έννοια αντικειμένου και κλάδου) και συνεχούς αυταρχικοποίησης μέσω της άρσης των συλλογικών διαδικασιών στο εσωτερικό των πανεπιστημίων δημιουργούν μία φοιτητική καθημερινότητα που θα συστήσει μετέπειτα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά καθημερινότητας στα υποκείμενα. Υπ’ αυτή την έννοια, η επίθεση στο πανεπιστήμιο είναι μία διαδικασία κατά την οποία αλληλοδιαπλέκονται τόσο τα οικονομικά συμφέροντα με πρόσκαιρο αλλά και μακροπρόθεσμο τρόπο όσο και εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαπαιδαγωγούν και συνεχώς μετασχηματίζουν τα υποκείμενα.

Βάσει αυτών η συνεχιζόμενη διαδικασία ιδιωτικοποίησης τμημάτων του πανεπιστημίου από τη σίτιση, τα συγγράμματα μέχρι την καθαριότητα και τη φύλαξη των κτηρίων, που έχουν δοθεί σε εργολαβίες, είναι μία διαδικασία που δεν αποτελεί μόνο είσοδο ιδιωτικών κεφαλαίων στο εσωτερικό του πανεπιστημίου και άρα αίρεται η έννοια του δημοσίου δωρεάν πανεπιστημίου. Η είσοδος των ιδιωτών στο πανεπιστήμιο σημαίνει και την άρση της έρευνας και της ακαδημαϊκής συζήτησης στη βάση των αναγκών της κοινωνίας και μεταβαίνει στη βάση των αιτημάτων των ιδιωτών, έτσι πολλά μεταπτυχιακά και ερευνητικά προγράμματα που γίνονται από ιδιωτικά κεφάλαια προσαρμόζονται στις επιταγές των ιδιωτών Τέλος, η ενταντικοποίηση, οι αλυσίδες μαθημάτων και το σπάσιμο των πτυχίων δημιουργούν ένα δυνάμει εργαζόμενο κατά τα πρότυπα της ευέλικτης εργασίας του νεοφιλελεύθερου ονείρου με τα χαρακτηριστικά του πειθαρχημένου πολίτη που θα επιτελεί και θα εργάζεται σύμφωνα με τους τύπους.

Επιπρόσθετα, η συνεχής πειθάρχηση και η αυταρχικοποίηση συνδυαζόμενες με την ένταση και παγίωση αντιδημοκρατικών διαδικασιών δημιουργούν συνθήκες πλήρους μετάλλαξης της φοιτητικής ταυτότητας. Η πειθάρχηση είτε μέσω της ενταντικοποίησης είτε μέσω της αυταρχικοποίησης έρχεται να συστήσει ένα υποκείμενο που δεν αντιδρά, δεν αμφισβητεί, δεν αναπτύσσει την προσωπικότητά του πέρα από τα όρια του κυρίαρχου τρόπου. Στην ουσία μεταλλάσσεται η έννοια της φοιτητικής ταυτότητας, και συνάμα προβάλλεται και ένας ιδεότυπος πολίτη στη βάση της εξατομίκευσης, της αυτό-εντατικοποίησης, της οπισθοχώρηση της έννοιας του συλλογικού. Η δε αυταρχικοποίηση επιτυγχάνεται στη βάση της συρρίκνωσης της δημοκρατικής λειτουργίας των ιδρυμάτων, της επιτήρησης, της αξιολόγησης του διοικητικού, του διδακτικού προσωπικού και της δημιουργίας ενός αποστειρωμένου ακαδημαϊκού χώρου.

Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στην παράλληλη εμβόλισε των συλλογικών διαδικασιών εντός του πανεπιστημίου. Οι φοιτητικοί σύλλογοι στο νόμο Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου στην ουσία δεν υφίστανται ως δομημένα σώματα με διαδικασίες, αποφάσεις, παρακαταθήκες και ισότιμοι συνομιλητές με τις υπόλοιπες διαδικασίες της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αντίθετα, το μόνο που περιγράφεται ως διαδικασία διαλόγου μεταξύ των Φ.Σ. και των άλλων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας είναι ένας αντιπρόσωπος από όλο το ίδρυμα και έχει μόνο γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Συνάμα, οι άλλοι φορείς που θα σχετίζονται με τις αποφάσεις του πανεπιστημίου, το Συμβούλιο Ιδρύματος, είναι ένα όργανο που αποτελείται από άτομα που δυνητικά μπορεί να μην έχουν καμία σχέση με τον πανεπιστημιακό χώρο. Έτσι, λοιπόν, εισάγεται όλο και περισσότερο ένα συγκεντρωτικό πλαίσιο λειτουργίας όπου αυτοί που το εισάγουν δε λογοδοτούν πουθενά και σε καμία διαδικασία που να χαρακτηρίζεται από την έννοια της συνδιοίκησης. Το δε αυτοδιοίκητο αίρεται καθώς όλα τα Ιδρύματα θα ασκούν όλες τις λειτουργίες τους διοικητικές και επιστημονικές στη βάση των οδηγιών του Συβουλίου Ιδρύματος, ενός οργάνου από εξωπανεπιστημιακές προσωπικότητες. Τέλος, το ακαδημαϊκό άσυλο τυπικά ισχύει ακόμη αλλά πλέον έχει γίνει πολύ πιο εύκολο το πλαίσιο άρσης του χωρίς να προηγηθεί καμία συλλογική διαδικασία των οργάνων.

Το παραπάνω πλαίσιο για ένα πανεπιστήμιο εναρμονισμένο με τις επιταγές της νεοφιλελεύθερης αγοράς, αρχίζει σιγά σιγά να παίρνει σάρκα και οστά, καθώς παρά το γεγονός ότι εδώ και δυο χρόνια η ουσιαστική του υλοποίηση έχει παγώσει, τους τελευταίους μήνες υπό την υπουργεία του Φίλη ο νόμος Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου αρχίζει να υλοποιείται σε μία πληθώρα περιπτώσεων. Ήδη εισάγονται σε πολλά τμήματα δίδακτρα στα μεταπτυχιακά προγράμματα (π.χ. Νομική), κόβονται οι διπλές εξεταστικές για τους επί πτυχίω, εισάγονται αλυσίδες μαθημάτων, τέθηκε ήδη σε εφαρμογή ο συνήγορος του φοιτητή κ.ά. Πέρα από τα πρώτα δείγματα του σημερινού Υπουργείου Παιδείας, το ζήτημα της εντεινόμενης υποχρηματοδότησης των ιδρυμάτων και η κατεύθυνση εξεύρεσης πόρων για την παιδεία από ιδιωτικά κεφάλαια όπως περιγράφεται καθαρά στο τρίτο Μνημόνιο δείχνουν και το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί το νομοσχέδιο Φίλη. Ταυτόχρονα, ο τρόπος που επιλέχθηκαν τα μέλη για τον εθνικό διάλογο για την παιδεία, με απευθείας ανάθεση χωρίς να προηγηθεί καμία συλλογική τοποθέτησης των οργάνων του Πανεπιστημίου, και η προσπάθεια παράβλεψης των Φ.Σ., δημιουργώντας όμως την εικόνα ενός διαλόγου και άρα προσπαθώντας να αποσπαστεί συναίνεση στη βάση μίας κατ’ επίφαση δημοκρατικής διεργασίας, μας καταδεικνύουν πτυχές της λογικής του επερχόμενου νομοσχεδίου. Τέλος, η συζήτηση για ένα σχέδιο Αθηνά ΙΙ και η δημιουργία ενός νέου χάρτη ιδρυμάτων και σχολών, που θα προκύψει μέσα από μια διαδικασία συγχωνεύσεων και καταργήσεων τμημάτων, δημιουργούν μία νέα κατακερματισμένη, σε όλα τα επίπεδα, πανεπιστημιακή κοινότητα.

3. Για την κρισιακή φάση των συλλόγων και το υπόδειγμα του φοιτητικού συνδικαλισμού

Η ισχύουσα κατάσταση στο πανεπιστήμιο μας αναγκάζει να προβούμε σε μια κριτική των παραδοσιακών μεθόδων και εργαλείων παρέμβασης. Η περιγραφή της παραπάνω παραδοχής βασίζεται στην εμπέδωση μιας σειράς λογικών και πρακτικών εντός του φοιτητικού σώματος που αναδεικνύουν μια βαθιά κρίση του συνδικαλιστικού υποδείγματος. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η απομαζικοποίηση των γενικών συνελεύσεων (αδυναμία συμπλήρωσης απαρτίων, χαμηλή συμμετοχή), η αντίφαση ανάμεσα στις γεμάτες από φοιτητές σχολές και στις άμαζες συλλογικές διαδικασίες, η σταθερή αδυναμία να εμπλακεί ανένταχτος κόσμος στις συλλογικές διαδικασίες. Δεν μπορούμε, ωστόσο να αρκεστούμε σε μια κριτική των παραπάνω αν, πέρα από την προσπάθεια οικοδόμησης μιας διαφορετικής καθημερινότητας για το πανεπιστήμιο πέρα από το κυρίαρχο, δεν μιλήσουμε για την αδυναμία συγκρότησης και διεύρυνσης ενός συλλογικού φοιτητικού υποκείμενου με οργανωμένες συλλογικές διεκδικήσεις, λόγω της προσκόλλησης της φοιτητικής αριστεράς σε συγκεκριμένα πρότυπα και πρακτικές.

Κοιτάζοντας τους φοιτητικούς συλλόγους την φετινή χρονιά, δεν βλέπουμε να υπάρχει, πέρα από συγκεκριμένες εξαιρέσεις (Πληροφορική ΕΚΠΑ, Ρέθυμνο κ.ά.), μια πραγματική διαδικασία πολιτικής συμμετοχής και δράσης των φοιτητών/τριών και κατ’ επέκταση να μπορεί να δημιουργηθεί μια ζωντανή πολιτική και κινηματική καθημερινότητα εντός των σχολών. Οι γενικές συνελεύσεις των συλλόγων συναντούν σταθερά μια αδυναμία να έχουν απαρτία με διαφορετικά προβληματικά αποτελέσματα ανάλογα με την εκάστοτε σχολή (σχολές με οριακές απαρτίες, σχολές με πολλές αποτυχημένες απόπειρες). Επιπλέον, το πλαίσιο λειτουργίας και συζήτησης που ακολουθείται αδυνατεί να εμπλέξει στην συζήτηση και στην συνδιαμόρφωση της πολιτικής γραμμής σημαντικά κομμάτια ανένταχτων φοιτητών/τριών πέρα από τις οργανωμένες συλλογικότητες, ενώ η διαδικασία σύγκρουσης των πολιτικών γραμμών μεταξύ των οργανωμένων συλλογικοτήτων πάνω σε μια, πολλές φορές, υπεριδεολογικοποιημένη ατζέντα τείνει να στερείται νοήματος για τον ανένταχτο κόσμο και, τελικά, οι ίδιες οι γενικές συνελεύσεις, με το συγκεκριμένο πλαίσιο, αδρανοποιούνται πολιτικά και τείνουν να αποκτήσουν περισσότερο έναν «εθιμοτυπικό» χαρακτήρα, όπου πολλές φορές συμπληρώνουν οριακά απαρτίες και κατά κύριο λόγο βγαίνουν πριν από σταθερά κινηματικά γεγονότα (π.χ. εορτασμός Πολυτεχνείου). Επομένως, ένα πρώτο προβληματικό στοιχείο είναι η σταθερή αδυναμία των περισσότερων συλλόγων να συμπληρώνουν απαρτία στις γενικές συνελεύσεις, να εμπλέκουν στην συνδιαμόρφωση του πολιτικού πλαισίου και των δράσεων ανένταχτο κόσμο και να δημιουργούνται έτσι παραστάσεις μιας πολιτικής καθημερινότητας στις σχολές.

Τα παραπάνω αναδεικνύουν μια κρισιακή κατάσταση που υπάρχει σήμερα ενός των συλλόγων, μιας σταδιακής απονομιμοποίησης και υποχώρησης των συλλογικών διαδικασιών και ανοίγουν μια μεγαλύτερη συζήτηση για την κρίση του παραδοσιακού υποδείγματος του φοιτητικού συνδικαλισμού. Το υπόδειγμα αυτό, που ιστορικά έχει συγκροτηθεί πάνω σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μεθοδολογικών εργαλείων και πολιτικών προσεγγίσεων (λογική πολιτικής πρωτοπορίας, πλατφορμισμός, μάζες σε ρόλο παρακολουθητή κ.ά.) φαίνεται πιο ξεκάθαρα από ποτέ ότι αδυνατεί να είναι αποτελεσματικό στις σημερινές συνθήκες και, μην έχοντας καταφέρει να επανανοηματοδοτηθεί με ένα νέο περιεχόμενο πρακτικών, παραμένει προσκολλημένο με άκαμπτο τρόπο στις παραδοσιακές πρακτικές του που αποτυγχάνουν στα σημερινά δεδομένα. Ο ρόλος «παρατηρητή» και ψηφοφόρου που προσδίδεται στον ανένταχτο κόσμο, η «κινηματική πρωτοπορία» και ο πρωταγωνιστικός ρόλος που δίνεται στις οργανωμένες συλλογικότητες, η λογική ιεραρχίας που αναπτύσσεται υπέρ των οργανωμένων και κατά του υπόλοιπου φοιτητικού σώματος που αποθαρρύνει τους ανένταχτους φοιτητές/τριες να συμμετέχουν στην διαδικασία, συνιστούν βασικά προβληματικά στοιχεία της μεθοδολογικής προσέγγισης του παραδοσιακού υποδείγματος, που οφείλουμε να σκεφτούμε αναστοχαστικά προκειμένου να μετασχηματίσουμε το υπάρχον πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας των γενικών συνελεύσεων και των συλλογικών διαδικασιών.

Μια τέτοια διαδικασία οφείλει πρώτιστα να αναμετρηθεί με το πώς θα αίρονται τα συγκεκριμένα πλαίσια συζήτησης εντός των συλλόγων και, κατά συνέπεια, πως θα δίνεται η δυνατότητα ο ανένταχτος κόσμος να έχει ρόλο συνδιαμορφωτή της κατάστασης μέσα στις συλλογικές διαδικασίες και τα πανεπιστήμια, βάζοντας αιχμές και προβληματισμούς που θα άπτονται του πολιτικού και του κοινωνικού. Αυτό απαιτεί την αναζήτηση μιας νέας μεθοδολογίας/ενός νέου μοντέλου συλλογικών διαδικασιών που θα εξασφαλίζει έναν οριζόντιο, χωρίς ιεραρχίες, συμμετοχικό τρόπο συλλογικής διαβούλευσης, κατά τα πρότυπα των πρόσφατων εμπειριών από κινηματικές δημοκρατικές διαδικασίες της τελευταίας πενταετίας (πλατείες, αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ3 κ.ά.). Έτσι μπορεί να αμφισβητηθεί με έναν δημιουργικό τρόπο το παρόν πλαίσιο συλλογικών διαδικασιών που υπάρχει στις σχολές, και γι αυτό είναι ιδιαίτερα χρήσιμο αυτή η συζήτηση να ανοίξει και θεματικά, με διάθεση πειραματισμού και επαναπροσέγγισης στην κατεύθυνση της επαναφοράς του φοιτητικού κόσμου στις συλλογικές διαδικασίες και στην ενεργή συμμετοχή του μέσα σε αυτές.

Αναγνωρίζοντας ότι σήμερα οι φοιτητές/τριες, ως υποκείμενα της πολιτικής δράσης, δημιουργούν μια κοινή ταυτότητα χαράζοντας διαχωριστικές ανάμεσα σε «εμάς» και «αυτούς», οφείλουμε να αντιπαλέψουμε συνολικά την εδραιωμένη αντίληψη πως η παρέμβαση στα πανεπιστήμια έχει μια παγιωμένη μεθοδολογία και είναι, επί της ουσίας, μια μικρογραφία της απαξιωμένης πολιτικής σκηνής. Κατά συνέπεια καλούμαστε να επενδύσουμε στην αυτονομία των κοινωνικών χώρων και στην συγκρότηση αυτόνομων εργαλείων παρέμβασης και πολιτικής δράσης ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των κοινωνικών χώρων. Δεύτερον, είναι σημαντικό να μετατοπίζουμε όλο και περισσότερο τη διαχωριστική «εμείς» και «αυτοί», στη βάση των κοινών συμφερόντων και την επιδίωξη νικών για τη νεολαία – χωρίς ωστόσο να μπορούμε να μιλήσουμε για μια νεολαία ανεξάρτητη από τάξεις, ενιαία στους σκοπούς, στις επιδιώξεις, στα όνειρά της. Κάτι τέτοιο θα ήταν διαστρέβλωση της πραγματικότητας, ικανή ακόμη και να εμποδίσει τη συγκρότηση ταυτότητας με ορισμένα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά είτε ως έκφραση, είτε ως επιθυμία -με υλική ή μη αποτύπωση-, είτε σε συνολικότερο πλαίσιο ως προσπάθεια οικοδόμησης μιας διαφορετικής ριζοσπαστικής νεολαιίστικης καθημερινότητας.

Στην υπόθεση της αναζήτησης μιας νέας μεθοδολογίας της φοιτητικής αριστεράς που θα ενδιαφέρεται για να δημιουργήσει νέες παραστάσεις νίκης, και για την οποία η πιο πρόσφατη ανάμνηση νίκης, πέρα από σκιρτήματα, αποτελεί το κίνημα 2006-07, κανείς δεν περισσεύει. Για να ευδοκιμήσει μια συμπόρευση αντικρουόμενων διαφορών (παλιά-νέα εργαλεία, λογικές εκπροσώπησης, πλατφορμισμού-πιο συμμετοχικών μορφών) προϋποτίθεται η σφυρηλάτηση ενός πολιτικού ήθους που θα συνδυάζει την αγωνιστική ταυτότητα με το κριτικό άνοιγμα στην διαφορά και τον σεβασμό του άλλου, έχοντας ως γνώμονα όχι την τελική επικράτηση του εγώ αλλά την δημιουργική του ώσμωση, ώστε να διασφαλίζεται το καλύτερο συλλογικό αποτέλεσμα. Μπορούμε λοιπόν να συνηγορήσουμε στην δυνατότητα δημιουργίας συνθηκών για την δημιουργία ενός τέτοιου ήθους. Τέτοιες μπορεί να είναι π.χ. η ύπαρξη πολύμορφων εστιών συλλογικής ζωής και δράσης (κοινωνικοί χώροι εντός των σχολών, πολιτιστικά στέκια/λέσχες, κυλικεία, στέκια φοιτητών κ.ά.) και η συγκρότηση πρωτοβουλιών δράσης, αλληλεγγύης, κινηματικού συντονισμού, που συγκροτούμενες ακόμη σε επιμέρους επίδικα (προσφυγικό, ανασύσταση των συλλόγων κ.ά.) μπορούν να κινητοποιήσουν τους φοιτητές να δράσουν συλλογικά στους κοινωνικούς τους χώρους και στα ζητήματα που τους απασχολούν.

Διανύοντας μία περίοδο επιστροφής στην μνημονιακή κανονικότητα και εμβάθυνσης της οικονομικής κρίσης σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας, το πανεπιστήμιο αποτελώντας ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους, ενσωματώνει και αναπαράγει την κυρίαρχη αφήγηση, δεν θα μπορούσε να μείνει ανεπηρέαστο από αυτή την κατάσταση. Παράλληλα η εμπέδωση της λογικής ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πέρα από το μνημόνιο επιφέρει αρνητική επίδραση και παθητικοποιεί τα φοιτητικά υποκείμενα, οδηγώντας τα σε μία συνολικότερη απαξίωση της πολιτικής. Μέσα σε αυτή την κατάσταση, λοιπόν, το κεντρικό-πολιτικό πρόταγμα της Αριστερής Ενότητας για «το πανεπιστήμιο των αναγκών μας» φαντάζει πιο επίκαιρο από ποτέ. Και αυτό γιατί αφενός, σκιαγραφεί την επιτακτική ανάγκη να ανοίξει ένας νέος κύκλος διεκδικήσεων για τις άμεσες, καθημερινές και υλικές ανάγκες των φοιτητών (όπως σίτιση-στέγαση-δωρεάν συγγράμματα) οι οποίες κατακρεουργούνται συνεχώς, ενισχύοντας τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαίδευση. Αφετέρου ενσωματώνει ευρύτερα κοινωνικά προτάγματα, όπως την ανάγκη για εμβάθυνση της δημοκρατίας, την από τα κάτω συν-διαχείρηση, την απόρριψη της σύγχρονης εμπορευματοποιημένης γνώσης. Αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, την σημασία ύπαρξης αυτοδιαχειριζόμενων χώρων, όπως πολιτικά-πολιτιστικά στέκια, τα οποία αποτελούν νησίδες αντιπαραδείγματος στο κυρίαρχο, αντι-μαθημάτων και κύκλων αυτό-μόρφωσης που θα ανοίγουν την συζήτηση για το πώς οραματιζόμαστε ένα διαφορετικό πανεπιστήμιο, ως ελεύθερο και κοινωνικό χώρο συλλογικής ζωής και δράσης. Εν τέλει η διάσταση του Πανεπιστημίου των αναγκών είναι και η ίδια η ερώτηση “πάνω σε ποιες ανάγκες καλούμαστε να τοποθετηθούμε και σε ποιο πλαίσιο εντάσσουμε την υλοποίησή τους;”, ερώτημα που ξεπερνάει την θέαση της σύγκρουσης εντός του πανεπιστήμιου ως μία μόνο διαδικασία αντιπαράθεσης με τον ιδεολογικό μηχανισμό του κράτους.

Οι διεκδικήσεις, βέβαια, δεν γίνεται να μην αφορούν και θεσμικά ζητήματα ή ζητήματα γνώσης. Το αίτημα για γνώση ως εργαλείο αυτοπραγμάτωσης και όχι ως εμπόρευμα στη σφαίρα διαλόγου κράτους-αγοράς διαμορφώνεται μέσα στην υπάρχουσα καθημερινότητα. Η συλλογική επαγρύπνηση πάνω στο ζήτημα αυτό περνάει μέσα από συλλογικές αναγνώσεις, αντι-μαθήματα, συζήτηση γύρω από το πρόγραμμα σπουδών. Σε έναν ορίζοντα διεκδίκησης ακόμη και συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων για το πανεπιστήμιο από τα ίδια τα υποκείμενα που το αποτελούν (φοιτητές, καθηγητές). Ανοίγοντας έτσι, σε μεγαλύτερο επίπεδο, τη κουβέντα για το συνδιοίκητο και αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου.

Κλείνοντας, πρέπει να καταδείξουμε την αναγκαιότητα μιας θετικής και συνάμα διεκδικητικής αφήγησης μέσα στις σχολές. Σε αυτή τη κατεύθυνση πρέπει να προεκτείνουμε τις επεξεργασίες για το πανεπιστήμιο των αναγκών, ενός πανεπιστημίου που τα υλικά του είναι η δημοκρατία, οι οριζόντιες σχέσεις, η συμμετοχικότητα σε αντίθεση με της σχέσεις αντιπροσώπευσης και ανάθεσης. Και όλα αυτά παράλληλα με τη διαρκή επαγρύπνηση σε θέματα που αφορούν, τόσο το φοιτητικό κίνημα, όσο και τη σχέση του με τα υπόλοιπα κοινωνικά και εργατικά κινήματα.

4. Για το ερώτημα της ανασύνθεσης της φοιτητικής Αριστεράς: μια μεθοδολογική προσέγγιση

Για να ξεκινήσουμε, πρέπει να κάνουμε τις εξής δύο παραδοχές: πρώτον, είναι ανάγκη να κάνουμε μια μεθοδολογική προσέγγιση της διαδικασίας της ανασύνθεσης της Αριστεράς στο πανεπιστήμιο, δηλαδή να θέσουμε στον όρο αυτό συγκεκριμένο περιεχόμενο και όχι να τον χρησιμοποιούμε με έναν γενικόλογο τρόπο. Δεύτερον, οι μέχρι τώρα απόπειρες ανασύνθεσης έχουν αρκετές προβληματικές, τόσο στη μεθοδολογία όσο και στην απουσία εξωστρέφειας και εμπνευστικής απεύθυνσης στον κόσμο των σχολών.
Η ανασύνθεση όπως την αντιλαμβανόμαστε αποτελεί μια διαδικασία επερώτησης, αλληλομόλυνσης των διάφορων κομματιών της φοιτητικής αριστεράς και αμφισβήτησης των υπαρχουσών βεβαιοτήτων μας, που θα προκύψει από εμάς τους ίδιους μέσα από τον πειραματισμό μας σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων, τόσο σε πρακτικό όσο και σε θεωρητικό επίπεδο. Υπ’ αυτήν την έννοια, στη διαδικασία αυτή δεν χωράνε στερεότυπα και νόρμες, αλλά ούτε και λογικές πρωτοπορίας και με προκαθορισμένα από τα πριν πολιτικά σχέδια που ορίζουν με όρους μη διαπραγματεύσιμους τα σημεία πάνω στα οποία θα συντελεστούν οι διεργασίες της ανασύνθεσης της φοιτητικής αριστεράς. Με άλλα λόγια, για εμάς η ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράς δεν μπορεί να αποτελεί μια προκαθορισμένη, γραμμική διαδικασία που θα έχει δεδομένα και προεξοφλημένα αποτελέσματα. Η ανασύνθεση σήμερα είναι, πολύ περισσότερο, ένα ερώτημα στο οποίο επιχειρούμε να απαντήσουμε, όχι μόνο με όρους διακήρυξης αλλά με όρους ενός προσδιορισμένου περιεχομένου που εντοπίζεται στα υπαρκτά ερωτήματα και αδιέξοδα της φοιτητικής αριστεράς σήμερα, στις ελλείψεις και στις μερικότητες των υπαρχόντων πολιτικών υποκειμένων και των σχεδίων τους.

Με βάση τα παραπάνω, είναι απαραίτητο να προσδιορίσουμε το έδαφος πάνω στο οποίο διεξάγονται και θα διεξαχθούν ανασυνθετικές διαδικασίες σήμερα, δηλαδή να τεθούν σαφή ερωτήματα πάνω στα οποία επιχειρούμε να ανασυνθέσουμε μέσα στους κοινωνικούς μας χώρους. Τέτοια ερωτήματα αφορούν το τι είδους πανεπιστήμιο, τι φοιτητικούς συλλόγους, ποιο υπόδειγμα φοιτητικού συνδικαλισμού επιθυμούμε α έχουμε. Στο πλαίσιο αυτό, η διεργασία της ανασύνθεσης δεν μπορεί να νοηθεί έξω από μια προσπάθεια να απαντήσουμε σε προβλήματα όπως η κρίση των φοιτητικών συλλόγων και οι άμαζες διαδικασίες τους, να περιγράψουμε ένα νέο υπόδειγμα φοιτητικού συνδικαλισμού, να επανανοηματοδοτήσουμε τον τρόπο συμμετοχής και πολιτικής δράσης για τους φοιτητές σήμερα. Για το λόγο αυτό, έχει για μας σημασία η δημιουργία μιας μεγάλης, θετικής και συλλογικής αφήγησης, η διατύπωση συγκεκριμένων διεκδικήσεων και η περιγραφή ενός συλλογικού οράματος.

Το ερώτημα μιας πιο ενιαίας σύνθεσης της φοιτητικής αριστεράς σήμερα είναι ανοιχτό. Μπορεί, όμως, να απαντηθεί μόνο με όρους εξέλιξης των συλλογικών μας εγχειρημάτων, διαλεκτικής αλληλεπίδρασης μεταξύ διαφορετικών πολιτικών υποκειμένων, αλλά και με μια ενεργή διάθεση αναστοχασμού και πειραματισμού. Αναγκαίο είναι επίσης να υπερβούμε εκατέρωθεν τα μέχρι σήμερα γνώριμά μας μεθοδολογικά εργαλεία και παραδοσιακές πολιτικές αντιλήψεις και να επιδιώξουμε ένα «άνοιγμα» σε νέους τρόπους παρέμβασης. Αυτό που εν τέλει μας ενδιαφέρει είναι το να απαντήσουμε ποια αριστερά θέλουμε στο σήμερα, με ποιες πολιτικές πρακτικές, με ποια αφήγηση και ποιο πολιτικό σχέδιο παρεμβαίνουμε.
Πιο συγκεκριμένα, τα πρώτα βήματα στις διεργασίες της ανασύνθεσης εντός των πανεπιστημίων μπορούν να είναι κοινά σχήματα, κοινές εκδηλώσεις, πρωτοβουλίες στους κοινωνικούς μας χώρους και θεματικές συζητήσεις. Τέλος, στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσουμε ότι όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν μέσα σε ένα πλαίσιο ουσιαστικής προσπάθειας για συζήτηση και διάθεση για αμοιβαίες παραχωρήσεις, και σίγουρα όχι με όρους συγκόλλησης πολιτικών δυνάμεων χωρίς την απαραίτητη επεξεργασία και με ορίζοντα μόνο τα εκλογικά αποτελέσματα.

5. Συλλογική καθημερινότητα και αυτομόρφωση στη νέα οργάνωση

Η νέα μας συλλογική καθημερινότητα απαιτεί μέριμνα για τη συλλογική μας πολιτικοποίηση, τόσο στο επίπεδο της ίδιας μας της οργάνωσης, όσο και στο επίπεδο των κοινωνικών μας χώρων. Προκρίνουμε λοιπόν σεμινάρια και κύκλους αυτομόρφωσης και συλλογικές αναγνώσεις. Σε πρώτο χρόνο τα σεμινάρια προκύπτουν ως ανάγκη να επερωτήσουμε τα μέχρι τώρα θεωρητικά μας εργαλεία και να απεγκλωβιστούμε από τη λογική των λίγων και “ειδικών”. Με τον τρόπο αυτό παράγουμε οριζόντια και από κοινού ο καθένας και η καθεμία την πολιτική πολιτική μας αφήγηση και τον σχεδιασμό της οργάνωσης. Δε μπορούμε παρά να ξεκινήσουμε από σεμινάρια σχετικά με ζητήματα που συνομολογούμε ότι αποτελούν βασικά στοιχεία ανάλυσης της Αριστεράς, όπως το ζήτημα της ΕΕ, θεωρίες γύρω από το κράτος, η προσέγγιση της Αριστεράς στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας κτλ. Αλλά και σε επίπεδο κοινωνικών χώρων, αναγνωρίζοντας τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες και ανάγκες των υποκειμένων τους, τόσο σε σχέση με την πολιτική τους συγκρότηση, όσο και του αντικειμένου σπουδών τους, προκρίνονται οι κύκλοι αυτομόρφωσης και οι συλλογικές αναγνώσεις. Αυτές οι διεργασίες μπορούν να λειτουργήσουν εξώστρεφα ως ένας νέος εναλλακτικός τρόπος παρέμβασης στη βάση της αντίληψης μας για την γνώση, “από εμάς για εμάς”.

6. Στο δρόμο προς ένα φοιτητικό πανβαλκανικό Forum αριστερών ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων

Το διήμερο 11-12/12 μετέβησαν δύο σύντροφοι από τα Γιάννενα στα Τίρανα για τη συμμετοχή μας, ως ΑΡΕΝ, σε μία συνδιάσκεψη αριστερών ριζοσπαστικών συλλογικοτήτων σε Πανεπιστήμια των χωρών της Βαλκανικής. Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαμε από κοινού με μέλη των σχημάτων της ΕΑΑΚ. Στα Τίρανα παρευρέθησαν αντιπρόσωποι από τα Πανεπιστήμια των χωρών της Σλοβενίας, του Κοσόβου, της Σερβίας, της Π.Γ.Δ.Μ. και φυσικά της Αλβανίας και της Ελλάδας. Η εικόνα είναι εν γένει ότι πρόκειται για χώρες που ήδη έχουν υιοθετήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της συνθήκης της Μπολόνια, οι σύλλογοι δεν είναι δομημένοι ούτε υπάρχει η φοιτητική καθημερινότητα όπως την ξέρουμε εν Ελλάδι. Στις υπόλοιπες χώρες της Βαλκανικής προσπαθούν να ξανακερδίσουν έδαφος τη στιγμή που εδώ παλεύουμε για να μην χάσουμε έδαφος, άρα είμαστε σχετικά σε πιο προνομιακή θέση αναφορικά με τις εξελίξεις στο φοιτητικό κίνημα. Στην τοποθέτηση από μεριάς μας, σε συνεννόηση με τα ΕΑΑΚ περιγράψαμε αρχικά το ποιοι είμαστε και τις ιδεολογικοπολιτικές μας αναφορές και εν συνεχεία εξηγήσαμε τη δομή του Φ.Σ. τα καταστατικά μας, την έννοια του ασύλου κλπ. Επίσης, οι αριστερές συλλογικότητες είχαν αίσθηση του τι συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ και σε τι κατάσταση υιοθέτησης μνημονιακών πολιτικών έχει περιέλθει. Εν τέλει, προτάθηκε να δημιουργηθεί μία πλατφόρμα διαλόγου κι επικοινωνίας-ενημέρωσης μεταξύ των χωρών αυτών, επίσης έγινε μία πρόταση να γίνει μία πανβαλκανική ημέρα φοιτητικών δράσεων, καθώς επίσης και να καθιερωθεί ανά 6μηνο ή ανά χρόνο μία πανβαλκανική συνδιάσκεψη που θα γίνεται κάθε φορά σε διαφορετική πρωτεύουσα.

Θεωρούμε πως τέτοιες δράσεις και ανάπτυξη επικοινωνίας μπορεί να βοηθήσει προς μία κατεύθυνση τόσο μεταφοράς εικόνας όσο και ανάπτυξης ενός κινήματος με διεθνιστικό και αλληλέγγυο πρόσημο, ενώ συνάμα ανοίγει κι ένα νέο ρεπερτόριο δράσεων που μπορεί να ξεφύγει από το παρωχημένο τρόπο αντίληψης για το φοιτητικό κίνημα της ελληνικής φοιτητιώσσας αριστεράς. Ιεραρχούμε ψηλά την δικτύωσή μας με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ανταγωνιστικού κινήματος εντός των Πανεπιστημίων σε Ευρώπη και Βαλκάνια για την σκιαγράφηση ενός άλλου υποδείγματος για το Πανεπιστήμιο, που θα βασίζεται στις ανάγκες και τις επιθυμίες των από κάτω και θα εξυπηρετεί τον στρατηγικό μας στόχο για κοινωνικό μετασχηματισμό άρα και την άρθρωση της δικής μας εναλλακτικής ενάντια στην καπιταλιστική ολοκλήρωση του ΤΙΝΑ.

Κείμενο Συμβολής κιουρί@

1. Ποι@ είμαστε;

Τα μέλη της ομάδας κιουρί@ είμαστε πρώην μέλη της Νεολαίας σύριζα, που είχαμε συναντηθεί στη συγκρότηση και λειτουργία της φεμινιστικής και ΛΟΑΤΚΙ ομάδας της τέως οργάνωσης. Ως ομάδα έχουμε αναφορές στο ρεύμα της κομμουνιστικής ανανέωσης και στο χώρο ριζοσπαστικής Αριστεράς, ενώ οι έμφυλοι προβληματισμοί μας φτάνουν μέχρι και το τρίτο φεμινιστικό ρεύμα. Στόχος μας είναι οργανική σύνδεση του φεμινιστικού ρεύματος1 (σε κινηματικό και θεωρητικό επίπεδο) με την Αριστερά και η συγκρότηση μιας νέας στρατηγικής για τον 21ο αιώνα, η οποία θα προσπαθήσει να μετασχηματίσει τόσο την ίδια την αριστερή ατζέντα όσο και τον τρόπο παρέμβασης. Τα επίδικα της περιόδου που καλείται ένα φεμινιστικό κίνημα να απαντήσει είναι πολλά, δηλαδή τον σεξισμό, ομοφοβία και τρανσοφοβία της ελλαδικής κοινωνίας, μορφές καταπίεσης που υφίστανται στην ιδιωτική, τη δημόσια και τη συλλογική σφαίρα. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο όπως έδειξε και ο πρόσφατος δημόσιος διάλογος για την ψήφιση του συμφώνου συμβίωσης, ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό στέκεται από αμήχανο έως πολεμικό απέναντι ακόμη και σε ήπιες μορφές μεταρρυθμίσεων, που στοχεύουν στην άρση των αποκλεισμών και της περιθωριοποίησης.

2. Φεμινισμός/Αριστερά

Είναι αλήθεια ότι το χειραφετησιακό πρόταγμα της Αριστεράς (και της αναρχίας) έχει αποτελέσει ιστορικά γόνιμο πλαίσιο εντός ή παρά το οποία αναπτύσσονται φεμινιστικοί λόγοι και κινήματα. Αυτή η μακρά σχέση ωστόσο, δεν υστερεί σε προβλήματα και εντάσεις, καθώς πέραν μιας τυπικής αναγνώρισης σε διαφορετικούς λόγους χειραφέτησης, στην πράξη είναι ακόμη καθοριστικές σεξιστικές και ομοφοβικές πρακτικές, ενώ κυριαρχεί η αντίληψη περί δευτερευουσών αντιθέσεων, οι οποίες στερούν από τις έμφυλες διεκδικήσεις την ουσία τους, όπως επίσης και έμφυλες ιεραρχίες που ορίζουν το εσωτερικό των αριστερών οργανώσεων.

Εντούτοις, είναι σαφές πλέον, ότι υπάρχουν δύο προαπαιτούμενα για να έρθουμε σε σύγκρουση την παραπάνω συνθήκη. Αφενός, είναι θεμιτό να καταστεί σαφές γιατί και πως οι έμφυλες και σεξουαλικές καταπιέσεις αφορούν τα μέλη των οργανώσεων και των κινημάτων, και πρωταρχικά τις γυναίκες, τους γκέι, τις λεσβίες, τις/τους τρανς, και όχι κάποια άτομα μακριά από εμάς. Διότι, τόσο η προσωπική τους ζωή, οι φιλικές και ερωτικές σχέσεις διαμεσόλαβούνται από τα παραπάνω συστήματα λόγων και πρακτικών, αλλά και η συλλογική ζωή ορίζεται από την κυρίαρχη αρρενωπότητα, η οποία οιονεί ως ένα τρόπον τινά «προκρούστειο» κρεβάτι, υποβάλλει τα υποκείμενα στην ενσωμάτωση ή τον αποκλεισμό από το πρότυπο αυτό2. Αφετέρου, είναι καιρός να τελειώσει η ειρηνική συνύπαρξη φεμινιστικών και εχθρικών προς τη φεμινιστική ατζέντα τακτικών, με την εισαγωγή ριζοσπαστικών μέτρων που δεν επιτρέπουν την αδιαφορία. Η θεματική του φεμινισμού δεν μπορεί να είναι ο «γκέι παιδικός φίλος» του ρατσιστή ή ένας «εξάδερφος από το χωριό – που δεν τον ξέρεις-», που τον επικαλείται εργαλειακά για να αποδείξει το φιλελεύθερο πνεύμα του. Σε αυτή την κατεύθυνση, αφενός η ισάρριθμη συμμετοχή σε όλα τα όργανα αλλά και η διαρχία μπορούν να γίνουν αφετηρίες, για να ακολουθηθούν από τον φεμινισμό ως headline και όχι ως support στις κεντρικές εκδηλώσεις και στην πολιτική πρακτική του χώρου μας.

3. Σχέσεις με ΛΟΑΤ συλλογικότητες.

Σε συμφωνία με τα παραπάνω, ως ομάδα έχουμε διακηρυγμένο στόχο να μην σταματήσουμε μέχρι να τα καταφέρουμε να συνδεθούμε οργανικά με τις υπόλοιπες φεμινιστικές ομάδες και με τις ΛΟΑΤΚΙ συλλογικότητες, οι οποίες ασπάζονται το ευρύτερο χειρααφετιασιακό πρόταγμά μας. Η οργανική σύνδεση είναι απαραίτητη τόσο για να μετασχηματίσει και την ίδια την οργάνωση ως ασφαλή χώρο για τ@ ΛΟΑΤΚΙ, όσο και για την ενδυνάμωση του ίδιου του ρεύματος συναλικά στον αριστερό-αναρχικό-κινηματικό χώρο.

Κείμενο Συμβολής για μεταναστευτικό/προσφυγικό

Το κείμενο αποτελεί πρωτοβουλία συντρόφων και συντροφισσών που έχουμε βρεθεί στο παρελθόν στη θεματική επιτροπή μεταναστευτικού στην ν.συριζα και κυρίως σε διάφορες πτυχές του αντιρατσιστικού κινήματος, με έμφαση σε αυτό την άμεση επαφή με το ίδιο το υποκείμενο του μετανάστη/της μετανάστριας και των προσφύγων. Σε αυτήν την κατεύθυνση επιθυμούμε να ανοίξει μια κουβέντα για να σκιαγραφήσουμε μια στρατηγική προσέγγιση για την παρέμβασή μας και ως εκ τούτου να συγκροτήσουμε έναν συλλογικό τόπο για την οργανικότερη εμπλοκή μας. Φανταζόμαστε προωθητική την συγκρότηση μιας θεματικής ομάδας μεταναστευτικού με αυτόνομη πολιτική λειτουργία που θα αξιώνει και θα εμπνέει να αποτελέσει έναν συλλογικό τόπο συνεύρεσης και ζύμωσης για το νεολαιίστικο υποκείμενο. Η από κοινού και απ τα κάτω δραστηριοποίηση της αριστερας, η άμεση εμπλοκή της με το αντιρατσιστικό κίνημα και τον δικαιωματικό αγώνα μπορούν να ανανεώσουν την ίδια και ενδεχομένως το ίδιο το κοινωνικό κίνημα.

1. Το διεθνές πολιτικό πλαίσιο γύρω απ το προσφυγικό/μεταναστευτικό

Με αφορμή τις τεράστιες μεταναστευτικές ροές, η “προσφυγική κρίση”, όπως θέλει να την ονομάζει ο αντίπαλος, φαίνεται να απασχολεί κατά κόρον τον κυρίαρχο λόγο. Πρόκειται για μια εξέλιξη που προέκυψε απ την ίδια την κίνηση των προσφύγων και των μεταναστριών/ών το προηγούμενο διάστημα ως σήμερα που μαχητικά διεκδίκησαν την ορατότητά τους και το δικαίωμά τους για ζωή. Εντός αυτής της διαδικασίας αναδείχθηκαν αντίρροπες τάσεις, από τη μία σε σχέση με το αποτύπωμα των αντιμεταναστευτικών και ρατσιστικών ευρωπαϊκών πολιτικών τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε αυτό της υπερεθνικής δομής και από την άλλη σε σχέση με ένα πλατύ κίνημα αλληλεγγύης και στήριξης, κυρίως των προσφύγων, απ τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Η εμπόλεμη κατάσταση στη Συρία και οι συνεπακόλουθες πολεμικές επεμβάσεις των δυτικών δυνάμεων, με κυρίαρχες ευθύνες να βαραίνουν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ που ευθυγραμμίζονται τόσο με τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όσο και με την στήριξη αυταρχικών καθεστώτων στην Ανατολή, έχουν ως αποτέλεσμα τον ξεριζωμό εκατομμυρίων ανθρώπων και το ταξίδι τους σε μια σειρά χωρών με σκοπό την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Αυτό που τελικά ονομάζουν οι κυρίαρχοι ως πρόβλημα είναι μια κατάσταση που ίδιοι δημιούργησαν και δε μπορούν να αντιμετωπίσουν χωρίς μια εκ νέου αυταρχική αναδίπλωση. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, υπό το πρόσχημα της τρομοϋστερίας, ειδικά μετά το χτύπημα στο Παρίσι, φαίνεται να θέτει πέρα και πάνω από όλα την ατομική ελευθερία και ασφάλεια των Ευρωπαίων πολιτών μιας και οι νεοεισαχθείσες μάζες προσφύγων αντιμετωπίζονται με τον πλέον εχθρικό τρόπο και η ίδια φαίνεται να οχυρώνεται στη βάση του δόγματος της ασφάλειας με την μορφή απροσπέλαστου και μη προσβάσιμου, προκειμένου να προστατευθεί από τον φαντασιακό εχθρό της. Αυτή η παγίωση της Ευρώπης φρούριο προς τα έξω και φυλακής προς τα μέσα, με την ενίσχυση μορφών διακυβέρνησης έκτακτης ανάγκης, στρέφεται συνολικά ενάντια στα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίας, λειτουργώντας αποτρεπτικά για τους πρόσφυγες και τους/τις μετανάστες/τριες αλλά και διαμορφώνοντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο στο εσωτερικό των κρατών για όλους και όλες μας. Συμπερασματολογικά, μέσα από αυτές τις διεργασίες ανατροφοδοτείται η ανάδυση της ακροδεξιάς και της νεοφασιστικής απειλής στην Ευρώπη και τις κοινωνίες παραμένει ένας υπαρκτός και ενεργός κίνδυνος.

Μεθοδολογικά εργαλεία για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού αποτελούν η όξυνση των συνοριακών έλεγχων, η στρατιωτικοποίηση των συνόρων και η ύψωση φραχτών, η ανάδειξη και ισχυροποίηση του ευρωπαϊκού οργανισμού της frontex, η δημιουργία hot-spots ως κέντρα διαχωρισμού προσφύγων και μεταναστών/τριών υπό την λογική της επαναπροώθησης στις χώρες προσέλευσης. Συμπληρωματικά, η διάσταση της διαπραγμάτευσης μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας για την διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού εκτιμούμε ότι θα ανοίξει μια σειρά πολιτικών ανταγωνισμών που εν τέλει θα στοχοποιούν την προσφυγική/μεταναστευτική ταυτότητα. Οι παραπάνω πολιτικές αφορούν άμεσα στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς η Ελλάδα αποτελεί έναν κόμβο διέλευσης μεταναστών/τριών και προσφύγων, δεκάδες ναυάγια έλαβαν πρόσφατα χώρα στη θαλάσσια περιοχή της Ελλάδας και έπληξαν τις ροές που κατευθύνονταν στην κεντρική Ευρώπη. Ωστόσο, σε σχέση με την ελληνική κυβέρνηση παρότι δεν υιοθέτησε ακροδεξιά ρητορεία στον λόγο της, οι πρακτικές της εμμένουν στην τήρηση της κυρίαρχης ευρωπαϊκής πολιτικής, διατηρώντας τους φράχτες, αποδεχόμενη τόσο τις ευρωπαϊκές συνθήκες για το μεταναστευτικό (Δουβλίνο 1-2, Σέγκεν), όσο και την frontex ως μια δομή καταστολής που υπερβαίνει τις εθνικές πολιτικές, αρνούμενη εν τέλει να λάβει μέριμνα για πραγματική περίθαλψη και αντί αυτού επαναφέροντας τη λογική των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

2. Για την έμπρακτη αλληλεγγύη

Θετικό ωστόσο κρίνεται το γεγονός ότι σε αυτή την συγκυρία αναπτύχθηκε ένα εξώστρεφο και αλληλέγγυο κίνημα το οποίο θεωρούμε ότι πρέπει να ενισχύσουμε, να εμπλουτίσουμε και να εμβαθύνουμε. Εμβληματική υπήρξε η από τα κάτω δραστηριοποίηση και η κοινωνική αυτοοργάνωση που αναπτύχθηκε ήδη από το καλοκαίρι στην Ελλάδα (Πεδίον του Άρεως, πλατεία Βικτώριας, αυτοοργανωμένη πρωτοβουλία αλληλεγγύης, δραστηριοποίηση σε Μυτιλήνη, Ειδομένη και αλλού, φοιτητικοί σύλλογοι κλπ) που κατάφεραν να απαντήσουν σε άμεσες και επιτακτικές ανάγκες προσφύγων και μεταναστών/τριών, να προτάξουν ένα διαφορετικό αξιακό πλαίσιο και μια διαφορετική κοινωνική οργάνωση. Ακόμα καταλήψεις στέγης που αναπτύχθηκαν το προηγούμενο διάστημα (με κεντρικό παράδειγμα την Νοταρά 26) κατάφεραν να εμπλέξουν ένα κοινωνικό δυναμικό που θέλησε να εκφράσει με όρους καθημερινότητας την αλληλεγγύη του απαντώντας σε ανάγκες, εμβαθύνοντας σε πολιτικά προτάγματα και αρθρώνοντας αντιστάσεις που ασκούν πολιτική πίεση. Παράλληλα κοινωνικοί χώροι με στίγμα στο προσφυγικό/μεταναστευτικό (πχ Στέκι Μεταναστών) κατάφεραν να δημιουργήσουν χώρους ζύμωσης των κοινωνικών κινημάτων, να συνθέσουν μια κοινή καθημερινότητα ντόπιων και μεταναστών, να ανανεώσουν εν τέλει σκέψεις και δράσεις. Εγχειρήματα όπως το Ανοιχτό Σχολείο Μεταναστών και Προσφύγων και αλληλέγγυες δομές αποτελούν χώρους που μας εμπλέκουν ουσιαστικά με το προσφυγικό/μεταναστευτικό υποκείμενο και αξιοποιούν δημιουργικά τις πολλαπλές μας δεξιότητες και δυνατότητες. Το επόμενο διάστημα επιδιώκουμε την οργανικότερη εμπλοκή μας σε τέτοια εγχειρήματα, να λάβουμε πρωτοβουλίες για νέες δομές και μέριμνα για τον καλύτερο συντονισμό και δικτύωση τους. Πρόκειται για εγχειρήματα που συνέχουν την διαφορετικότητα και μετασχηματίζουν τα υποκείμενα, την καθημερινότητα και τον κοινωνικό χώρο και φτιάχνουν παραστάσεις από ένα μέλλον, της ισότητας και της ελευθερίας.

3. Για ένα κίνημα πολιτικής διεκδίκησης

Στο κομμάτι της πολιτικής διεκδίκησης μπορούμε να απολογίσουμε θετικά την εμπλοκή μας στην οργάνωση και την συμμετοχή μας στην κινητοποίηση ενάντια στον φράχτη του Έβρου και στην ενωτική πρωτοβουλία για την πανελλαδική/πανευρωπαϊκή ημέρα αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες/τριες στις 18 Δεκέμβρη. Με βασικό στόχο την δημιουργία ενός κοινωνικού μπλοκ που θα δραστηριοποιείται στη βάση της άμεσης συμμετοχής στην διαμόρφωση του πολιτικού πλαισίου, των αιχμών και της ίδιας της δράσης, με πλατιά κοινωνική απεύθυνση να ορθώσουμε αντιστάσεις που θα αξιώνουν νίκες και θα σχηματοποιούν ένα άλλο αξιακό πρότυπο και μια άλλη κοινωνία που θα συγκρούονται με την κυρίαρχη ιδεολογία και θα δημιουργούν μια αντιπαραθετική κοινωνική ισχύ. Είναι αναγκαία μια στρατηγική προσέγγιση για το αντιρατσιστικό κίνημα που θα αντιλαμβάνεται τις πολιτικές συγκρούσεις και τα διακυβεύματά της, θα συγκροτεί διεκδικήσεις και με πλειοψηφική απεύθυνση θα ψηλαφίζει μια πολιτική με θετικό πρόσημο.

Το επόμενο διάστημα καλούμαστε να ανοίξουμε με δυναμικό τρόπο το ζήτημα του φράχτη στον Έβρο και των ανοιχτών συνόρων, εναντιωνόμενοι-ες συνολικά με την στρατιωτικοποίηση των συνόρων και αντιπροτάσσοντας την ασφαλή και ελεύθερη μετακίνηση προσφύγων και μεταναστών-τριων στο ευρωπαϊκό έδαφος και τα επιμέρους κράτη. Εξαιρετικά σημαντικό είναι να συγκροτήσουμε αντιστάσεις στην λειτουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και να διεκδικήσουμε καθολική μέριμνα, πρόσβαση σε δικαιώματα, την ανανέωση και επικαιροποίηση της πολιτικής ασύλου. Κρίσιμη θα είναι η δράση μας στο πεδίο της εναντίωσης στα hot-spots που λειτουργούν ως κέντρα για τον διαχωρισμό, την κράτηση και την επαναπροώθηση προσφύγων και μεταναστών/τριών. Ειδικά σε σχέση με την πολιτική πρακτική του διαχωρισμού δε θα επιτρέψουμε να αποκτήσει κοινωνική γείωση και νομιμοποίηση. Παράλληλα μια πολύμορφη πολιτική καμπάνια που θα ανοίγει το ζήτημα της αναγκαιότητας μιας νέας διαδικασίας νομιμοποίησης μεταναστών/τριών μπορεί να επιτελέσει μια επιθετική και τολμηρή κίνηση στο πεδίο της ιδεολογικής σύγκρουσης αλλά και της σκιαγράφησης ενός άλλου φαντασιακού.

Κλείνοντας, είναι βασικό το αντιρατσιστικό κίνημα να συναρθρώσει συνολικότερες πτυχές του κοινωνικού κινήματος που θα εναντιώνεται στο καθεστώς της εξαίρεσης και του κράτους έκτακτης ανάγκης και θα αντιπροτάξει την διεύρυνση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών. Διαρκές επίδικο για την αριστερά και το κίνημα είναι αυτές οι διεργασίες να προκαλέσουν πλατιές κοινωνικές και πολιτικές ζυμώσεις που θα συμπυκνωθούν σε πολύμορφες και μαζικές πολιτικές πρακτικές που θα συγκρούονται με το υπάρχον και θα διεκδικούν την οικοδόμηση ενός άλλου μέλλοντος περισσότερης ισότητας και ελευθερίας.

1

 Ρεύμα το οποίο κάποι@ λένε ότι θα είναι το τελικό, αν και υπάρχουν πολλαπλές συχνά αντικρουόμενες προσεγγίσεις σε σχέση με αυτό το ζήτημα.

2

 Στο σημείο αυτό κάποι@, θα μπορούσε να αντικρούσει, λέγοντας ότι η λατρεία του για τον Αλτουσέρ και τον Πουλαντζά, και η αγάπη του για τους ΙΜΚ και τους ΚΜΚ είναι πηγαία, ωστόσο με έναν ήπιο δομιστικό προβληματισμό, είναι όσο πηγαίος είναι ο φόβος των Γαλατών ότι ο ουρανός θα πέσει στο κεφάλι τους, μα τον Τουτατίς.

 

In this article