Οικοδομώντας μια συνεργατική οικονομία των αναγκών, χτίζοντας μια νέα αντικαπιταλιστική στρατηγική

*Το κείμενο υπογράφει η θεματική ομάδα συνεργατικής οικονομίας της οργάνωσης «Ανασύνθεση –  ΟΝΡΑ», στην οποία συμμετέχουν και ανένταχτοι αγωνιστές.

Κριτική στον καπιταλισμό

Τα τελευταία είκοσι και πλέον χρόνια, η ηγεμονία του καπιταλισμού σε διεθνές επίπεδο είναι συντριπτική. Όμως, αυτή ακριβώς η συντριπτική ηγεμονία του καπιταλισμού έχει φέρει ξανά στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο τους λόγους για τους οποίους ο συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής θα έπρεπε να εγκαταλειφθεί από την ανθρωπότητα, οι βασικότεροι εκ των οποίων είναι η αυξανόμενη φτωχοποίηση ολοένα και μεγαλύτερου κομματιού του πληθυσμού, η όλο και γρηγορότερη εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη και η εντεινόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος. Ειδικά τα δύο τελευταία φαινόμενα θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τη δυνατότητα αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής (ή ακόμα και της ζωής εν γένει), που υποτίθεται ότι αποτελεί (ή τουλάχιστον θα έπρεπε να αποτελεί) τον απώτερο σκοπό της ανθρώπινης παραγωγικής δραστηριότητας. Από τη στιγμή λοιπόν που τα παραπάνω φαινόμενα συνδέονται άμεσα με την καπιταλιστική ανάπτυξη, λογικά, θα έπρεπε, περισσότερο από ποτέ, όχι μόνο οι φτωχοί αλλά το σύνολο της ανθρωπότητας να (θέλει να) εγκαταλείψει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Ακόμα όμως κι αν δεν κινδύνευε η επιβίωση του ανθρώπου και οι οικονομικά κυρίαρχοι αποφάσιζαν να θέσουν ένα μέτρο στην κατασπατάληση των φυσικών πόρων και την περιβαλλοντική καταστροφή (προσπερνώντας το αν αυτό είναι εφικτό διατηρώντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής), υπάρχουν κι άλλοι λόγοι για τους οποίους θα επιθυμούσε κάποιος να εγκαταλειφθεί ο καπιταλισμός. Πρόκειται για λόγους που για το κομμουνιστικό και, ειδικότερα, μαρξιστικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα ήταν πιο θεμελιώδεις, ή ακόμα και μοναδικοί, πριν αρχίσουν οι προαναφερθείσες περιβαλλοντικές επιπτώσεις να γίνονται αισθητές, και συμπίπτουν με τα καθοριστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού, που συνοψίζουμε ως εξής:

1) Εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η κεφαλαιοκρατική σχέση χωρίζει την κοινωνία σε ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής ή χρήματος και σε μη ιδιοκτήτες, όπου οι δεύτεροι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη στους πρώτους, με αντάλλαγμα ένα χρηματικό μισθό που επιτρέπει στους δεύτερους να επιβιώνουν (λιγότερο ή περισσότερο). Όμως ο συνολικός μισθός των εργατών είναι σαφώς μικρότερος της αξίας που παράγουν με την εργασία τους, και οι κεφαλαιοκράτες αποσπούν κέρδος από την εργασία αυτή, συχνά χωρίς να εργάζονται οι ίδιοι ή συνεισφέροντας ευκολότερη εργασία για λιγότερο χρόνο. Άρα ο πλούτος των ιδιοκτητών προκύπτει από την εκμετάλλευση της εργασίας των μη ιδιοκτητών.

2) Αυταρχισμός σε βάρος των εργαζομένων. Οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής –δηλαδή των επιχειρήσεων – έχουν το δικαίωμα να καθορίζουν αυτοί το εάν, πόσο, πότε και υπό ποιες συνθήκες θα δουλεύουν οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις τους, σε αντίθεση με τους τελευταίους που έχουν περιορισμένο ή και καθόλου λόγο πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, και εργάζονται έτσι υπό το καθεστώς του εργοδοτικού αυταρχισμού. (Το δικαίωμα δε αυτό των ιδιοκτητών/τριων αποδίδεται νομικά από το κράτος και προστατεύεται από τους μηχανισμούς που είναι επιφορτισμένοι με την επιβολή των νόμων).

3) Παραγωγή με κίνητρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Ο στόχος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι όχι απλά η επίτευξη κέρδους, αλλά η μεγιστοποίηση του κέρδους. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της συνεχούς χειροτέρευσης της θέσης των εργαζομένων έναντι των ιδιοκτητών, ήτοι μέσω της αύξησης του χρόνου εργασίας χωρίς αντίστοιχη αύξηση μισθών, ή με απλή μείωση των μισθών (ή με συνδυασμό και των δύο). Επιπλέον, η κούρσα του όλο και μεγαλύτερου κέρδους προκαλεί υπέρμετρη και αχρείαστη αύξηση της παραγωγής αγαθών (με κατασπατάληση πόρων) αφενός, και υπέρμετρο επεκτατισμό των κεφαλαίων αφετέρου, ο οποίος συνεισφέρει στο ξέσπασμα πολέμων, μεταξύ άλλων.

4) Αδιαφορία για το τι και πως παράγεται. Από τη στιγμή που το κίνητρο κάθε κεφαλαιοκρατικής παραγωγικής δραστηριότητας είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, ο τρόπος που θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι δευτερεύουσας σημασίας, αρκεί να φέρνει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αυτό σημαίνει ότι το κριτήριο των επενδύσεων δεν είναι ούτε η χρησιμότητα αυτού που παράγεται, ούτε η κάλυψη των αναγκών των ανθρώπων, και φυσικά, ούτε το αν ο τεχνικός τρόπος της οποιασδήποτε παραγωγής δημιουργεί προβλήματα στο περιβάλλον και στην υγεία των ανθρώπων που εργάζονται σε μια επιχείρηση ή ζουν κοντά στο χώρο δραστηριοποίησής της.

5) Αναρχία σε επίπεδο κοινωνικής παραγωγής. Ως συνέπεια των παραπάνω, η συνολική κοινωνική παραγωγή γίνεται με πολύ άναρχο τρόπο. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγικές επενδύσεις μπορεί να μετατοπίζονται από τον ένα κλάδο στον άλλο κατά βούληση – για παράδειγμα από ένα πολύ ζωτικό αντικείμενο όπως τα τρόφιμα, σε ένα λιγότερο απαραίτητο αντικείμενο όπως οι τουριστικές υπηρεσίες – μόνο και μόνο επειδή ο δεύτερος κλάδος είναι πιο κερδοφόρος από τον πρώτο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε ακριβότερες τιμές και έλλειψη ένα πολύ απαραίτητο προϊόν για την επιβίωση ενός ανθρώπου, και ταυτόχρονα ένα πιο επουσιώδες προϊόν να είναι πιο άφθονο και φθηνό. Επίσης, αυτή η άναρχη μετανάστευση των κεφαλαίων οδηγεί στη συσσώρευση λιγότερο απαραίτητων δεξιοτήτων από όλο και  περισσότερους εργαζόμενους, οι οποίοι, στην επόμενη μαζική μετατόπιση κεφαλαίων θα θεωρούνται άχρηστοι και θα πετιούνται στο περιθώριο. Τέλος, αντίστοιχη μοίρα περιμένει και σημαντικό μέρος σταθερού κεφαλαίου (κτίρια, μηχανήματα κ.α.) που αρχικά είχαν αγοραστεί για συγκεκριμένο έργο, και στη συνέχεια αχρηστεύονται. Αυτό σημαίνει ότι αχρηστεύεται και η ανθρώπινη εργασία που σπαταλήθηκε για τη δημιουργία τους.

6) Κυριαρχία του χρήματος. Ο καπιταλισμός είναι μια οικονομία που βασίζεται στο χρήμα, ένα αντικείμενο άχρηστο για την επιβίωση και ευχαρίστηση του ανθρώπου, που όμως είναι ανταλλάξιμο με όλα τα άλλα προϊόντα οποιουδήποτε βαθμού χρησιμότητας. Το γεγονός αυτό είναι που δίνει τη δυνατότητα τελικά στον/την κεφαλαιοκράτη ως άτομο να αδιαφορεί για το τι και πως θα παραχθεί, να μεταφέρει το κεφάλαιό του από τον ένα κλάδο στον άλλο, καθώς και να αντλεί τη μέγιστη πραγματική ισχύ από τα κέρδη του. Με άλλα λόγια, η κυριαρχία του χρήματος κάνει τον καπιταλισμό καπιταλισμό, και όχι φεουδαρχία ή δουλοκτησία (όπου υπήρχε μεν εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και αυταρχισμός σε βάρος αυτών που εργάζονταν, αλλά δεν υφίσταντο τα υπόλοιπα στοιχεία-γνωρίσματα του καπιταλισμού). Αλλά η κυριαρχία του χρήματος έχει και άλλες δύο συνέπειες που μόνο στον καπιταλισμό έχουν καταγραφεί έως σήμερα. Η πρώτη έγκειται στο ότι οι κεφαλαιοκράτες/ισσες έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μη παραγωγικές επενδύσεις, όπως επενδύσεις σε νομίσματα και ομόλογα διαφόρων κρατών, σε χρηματιστηριακές μετοχές, σε δανεισμό χρήματος (τράπεζες) και σε άλλα συνθετότερα χρηματοπιστωτικά προϊόντα-παράγωγα των προηγουμένων (π.χ. ασφάλιστρα κινδύνου, τιτλοποιημένα χρέη, δομημένα ομόλογα κ.α.), αρκεί αυτό να επιφέρει μεγαλύτερο (ή γρηγορότερο) χρηματικό κέρδος γι’ αυτούς/ες. Αυτή η διαδικασία συμβάλλει στην επιτάχυνση της έτερης συνέπειας-γνωρίσματος του καπιταλισμού που είναι η κρίση υπερσυσσώρευσης. Ήτοι, η κατάσταση κατά την οποία πολύ μεγάλος όγκος χρήματος είναι συσσωρευμένος σε πολύ λίγα χέρια, η κυκλοφορία του χρήματος μειώνεται, και όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού μένουν με ελάχιστα ή καθόλου χρήματα. Κατά συνέπεια, το αυξανόμενο μέρος του πληθυσμού δυσκολεύεται πολύ για την επιβίωσή του, τη στιγμή που υπάρχει πλήθος εμπορευμάτων που μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες του. Τα εμπορεύματα αυτά, όμως, μένουν απούλητα γιατί αυτοί/ες που τα χρειάζονται δεν έχουν χρήματα για να τα αγοράσουν, πράγμα που οδηγεί στη φθορά και την καταστροφή τους, καθώς και στην παύση παραγωγικών δραστηριοτήτων, αφού αυτές δεν είναι πλέον κερδοφόρες για τους ιδιοκτήτες/τριες. Μπορεί έτσι να χάνεται ένα μέρος του συσσωρευμένου κεφαλαίου των ιδιοκτητών/τριων, όμως η ισχύς τους αυξάνει, καθώς οι πλατιές μάζες αυτών που χάνουν την εργασία τους και το μισθό τους είναι πολύ πιο εξαρτημένοι από αυτούς/ες και δυσκολεύονται υπέρμετρα για να αποκτήσουν τα προς το ζην ή να κατακτήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής.

Το κομμουνιστικό ιδεώδες και οι διάφορες στρατηγικές επίτευξής του

Ο οραματικός και προγραμματικός ορίζοντας των διαφόρων εκδοχών του κομμουνιστικού κινήματος προέκυπτε μέσα από την κριτική και την εναντίωση στις (περισσότερες) προαναφερθείσες πτυχές του καπιταλισμού. Ως εκ τούτου, το κομμουνιστικό ιδεώδες περιέγραφε μία οργάνωση της παραγωγής χωρίς ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και αυταρχικές σχέσεις παραγωγής, παραγωγή με βάση τις κοινωνικές ανάγκες και όχι το κέρδος, κεντρικό ή δημοκρατικό σχεδιασμό της παραγωγής στη θέση της άναρχης καπιταλιστικής οικονομίας, έως και εγκατάλειψη του χρήματος ως μέσο ανταλλαγής προς όφελος μιας κεντρικά σχεδιασμένης ή αποκεντρωμένης διανομής των παραγόμενων αγαθών ανάλογα με τις κοινωνικές ανάγκες.

Ωστόσο, φαίνεται ήδη από τις παραπάνω διατυπώσεις ότι η περιγραφή ενός οραματικού “ορίζοντα” μόνο με βάση την εναντίωση στα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, αναπόφευκτα περιέχει ασάφειες. Η ιστορία έχει δείξει ότι αυτές οι ασάφειες επιλύονταν στην πράξη με τρόπο που εξαρτιόταν από την ακολουθούμενη στρατηγική για την επίτευξη αυτού του (ασαφούς) ορίζοντα αφενός, και από τη θεωρητική ανάλυση περί ιστορίας των κοινωνιών αφετέρου. (Εξ άλλου, κάθε πολιτική στρατηγική και κάθε κοινωνική θεωρία περιέχει ασάφειες, οι οποίες βρίσκονται πάντα σε σχέση πιθανής αλληλοεπιρροής).

Οι δύο γενικές στρατηγικές που ακολουθήθηκαν από τα διάφορα κομμουνιστικά κόμματα-κινήματα όσον αφορά την αλλαγή του τρόπου παραγωγής από τις αρχές του 20ου αιώνα κι έπειτα μπορούν να περιγραφούν αδρά ως εξής:

α) Η στρατηγική της από τα πάνω επιβολής του νέου τρόπου οργάνωσης της παραγωγής. Σε γενικές γραμμές, η στρατηγική αυτή θέτει ως ενδιάμεσο στόχο την κατάληψη της εξουσίας σε βαθμό τέτοιο που να επιτρέπει στο υποκείμενο της εξουσίας να αναδιαρθρώσει κατά βούληση την παραγωγή με τρόπο απότομο και βίαιο, καταργώντας την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και εφαρμόζοντας κεντρικό σχεδιασμό στο τι και πόσο θα παράγεται. Το αμεσότερο πρόβλημα με αυτή τη στρατηγική είναι ότι, αναδιαρθρώνοντας την παραγωγή με βίαιο τρόπο, διατηρείται τελικά ο αυταρχισμός σε βάρος των εργαζόμενων. Το γεγονός αυτό –φάνηκε ιστορικά – προκαλεί και δύο άλλα προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι μέσω του αυταρχισμού δεν γίνεται οι άνθρωποι να εκφράσουν (ή να μάθουν να εκφράζουν) δημοκρατικά τις ανάγκες και επιθυμίες τους σχετικά με τα παραγόμενα προϊόντα και την παραγωγική διαδικασία. Έτσι υπεισέρχεται ένας παράγοντας αυθαιρεσίας στο σχεδιασμό της παραγωγής που οδηγεί με τη σειρά του σε επιπλέον κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα (π.χ. ενιαίες καταναλωτικές συνήθειες για όλους και πλήρης καταπίεση της προσωπικότητας). Το δεύτερο είναι ότι ο αυταρχισμός μπορεί να αξιοποιηθεί τελικά από τη νέα διευθυντική τάξη που ελέγχει την παραγωγή (“στο όνομα” των εργαζομένων πιθανότατα) για να προωθήσει τα δικά της χρηματικά οφέλη σε βάρος πάλι των εργαζομένων και του πλεονάσματος της εργασίας τους. Εν τέλει, το κομμουνιστικό ιδεώδες χάνεται ή μετατρέπεται σε ένα υβρίδιο συλλογικού-αυταρχικού τρόπου παραγωγής που διατηρεί μια σειρά από τα γνωρίσματα του καπιταλισμού, συνοδευόμενο από μια κυνική ηθικοποίηση ή θεωρητικοποίηση του υβριδίου στο όνομα του κομμουνισμού.

β) Η στρατηγική του βαθμιαίου επηρεασμού της κοινωνίας στο να υιοθετήσει οικειοθελώς το νέο τρόπο παραγωγής μέσω οικονομικών κινήτρων. Η στρατηγική αυτή προσπάθησε να δώσει λύση στα προαναφερθέντα προβλήματα της προηγούμενης, τα οποία πηγάζουν από το εξής θεμελιώδες: δεν μπορεί να υπάρξει μια δημοκρατικά σχεδιασμένη και μη αυταρχική παραγωγή χωρίς να το θέλουν πραγματικά οι φορείς που καλούνται να την υλοποιήσουν. Κατά συνέπεια, ενώ το πρόβλημα του παραγωγικού μετασχηματισμού στην προηγούμενη περίπτωση μεταφραζόταν στο πως κατακτάται η πολιτική εξουσία, πλέον το πρόβλημα μεταφραζόταν στο πως πείθεται (και εκπαιδεύεται) η μεγάλη πλειοψηφία των εργαζομένων να αναλάβουν την ευθύνη του μετασχηματισμού της παραγωγής. Ιστορικά, ωστόσο, το κυρίαρχο σχέδιο για να επιτευχθεί αυτή η ηγεμονία διαρθρωνόταν γύρω από τη λογική της από τα πάνω εφαρμογής οικονομικών κινήτρων, και της γενικότερης αξιοποίησης του κρατικού μηχανισμού για τη διεύρυνση της ηγεμονίας στον ικανό βαθμό, πράγμα που ξανάβαζε στο επίκεντρο το ζήτημα της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας και του κατάλληλου χειρισμού της στη συνέχεια. Κι ενώ σωστά η συγκεκριμένη στρατηγική δίνει έμφαση στο ζήτημα της δημοκρατίας προκειμένου να αντιμετωπίσει τη διείσδυση του αυταρχισμού στο κομμουνιστικό πρόγραμμα (δημοκρατικός δρόμος για το σοσιαλισμό, σοσιαλισμός με δημοκρατία και ελευθερία κλπ), εντούτοις, υποκύπτει σε ένα άλλο, σημαντικότερο ίσως, γνώρισμα του καπιταλισμού, που δεν είναι άλλο από την κυριαρχία του χρήματος…

Η κυριαρχία του χρήματος, ο ανταγωνισμός και η ακύρωση του κομμουνιστικού ιδεώδους

Πράγματι, από τη στιγμή που μια κομμουνιστική στρατηγική δεν αμφισβητεί την κυριαρχία του χρήματος και αποδέχεται ως βασικό εργαλείο της το χρήμα, είναι πολύ πιθανό – αν όχι αναπόφευκτο – να ηττηθεί και να καταρρεύσει ή να ενσωματωθεί στα καπιταλιστικά ήθη.

Έστω λοιπόν, ότι οι άνθρωποι “πείθονται” να υιοθετήσουν έναν συνεργατικό τρόπο παραγωγής λόγω μιας σειράς οικονομικών κινήτρων, όπως η ευνοϊκότερη φορολογία και ο φθηνότερος δανεισμός (πράγματα που μπορούν να επιβληθούν μέσω της κρατικής εξουσίας), καθώς και η προσδοκία καλύτερου εισοδήματος, λόγω της μη απόσπασης κερδών από κάποιον ατομικό ιδιοκτήτη. Εδώ υπάρχουν τα εξής ενδεχόμενα:

α) οι άνθρωποι που αποφασίζουν να υιοθετήσουν έναν συνεργατικό τρόπο παραγωγής, να εμπλέκονται ταυτόχρονα σε έναν ανταγωνισμό με άλλες συνεταιριστικές επιχειρήσεις, απαξιώνοντας τον δημοκρατικό σχεδιασμό της συνολικής κοινωνικής παραγωγής και αγνοώντας πιθανές περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιπτώσεις από παραγωγικές μεθόδους που επιφέρουν περισσότερο κέρδος στην μεμονωμένη – συνεργατική κατά τ’ άλλα – παραγωγική μονάδα.

β) Οι κυρίαρχοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αποφασίζουν να ανταγωνιστούν οικονομικά τη συνεταιριστική οικονομία, αποδεχόμενοι μείωση των κερδών τους, ώστε να αυξήσουν τους μισθούς που δίνουν, καθιστώντας έτσι ελκυστικότερη την εργασία σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με την απουσία επιπλέον ευθυνών, κόπου και άγχους που απαιτεί η αυτοδιαχείριση. Έτσι μπορούν να στερήσουν (το καλύτερα καταρτισμένο, πιθανόν) εργατικό δυναμικό από τη συνεργατική οικονομική σφαίρα.

γ) Επιπρόσθετα, αξιοποιώντας την τεχνολογική γνώση που ελέγχουν οι κεφαλαιοκράτες μπορούν να παράξουν προϊόντα ανώτερης ποιότητας σε χαμηλότερες τιμές, αξιοποιώντας προηγμένη τεχνολογία στο σχεδιασμό των προϊόντων και στις παραγωγικές μεθόδους αφενός, και εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα για συγκεντροποιημένη παραγωγή μεγάλης κλίμακας λόγω του ογκωδέστερου χρηματικού κεφαλαίου που έχουν συσσωρεύσει εδώ και αιώνες, αφετέρου. Το γεγονός αυτό είναι πιθανό να οδηγήσει τους ίδιους τους ανθρώπους που εργάζονται σε συνεταιριστικές επιχειρήσεις, να προτιμούν την κατανάλωση προϊόντων από καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ρίχνοντας τη συνεταιριστική σφαίρα της οικονομίας σε ύφεση και σε φαινόμενα (π.χ ακραία υπερεργασία, συμπίεση εισοδημάτων) που συνοδεύουν τις κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Ανάλογη εξέλιξη μπορεί να υπάρξει απλώς λόγω των άναρχων καταναλωτικών συνηθειών των συνεταιρισμένων παραγωγών που αναπαράγονται όχι μόνο μέσα από το στενό οικονομικό συμφέρον αλλά από κοινωνικο-ιδεολογικές συμπεριφορές (π.χ. το πρεστίζ μιας διάσημης μάρκας ρούχων ή ενός ακριβού αυτοκινήτου, η επίδραση της διαφήμισης, κλπ.).

δ) Η υιοθέτηση πιο ριζοσπαστικών μέτρων όπως η βαριά φορολογία του κεφαλαίου ή η απαλλοτρίωση παραγωγικών μονάδων υπέρ του δημοσίου, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα παραπάνω, ακόμα και μέσα από διαδικασίες δημοκρατικής νομιμοποίησης, μας ξαναφέρνει πάλι στα προβλήματα της πρώτης στρατηγικής που αναφέραμε: εάν οι εργαζόμενοι δεν είναι αποφασισμένοι να αυτό-οργανωθούν και προετοιμασμένοι κατάλληλα, δεν θα είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν πιθανά εργοδοτικά lock-out, μετανάστευση χρηματικών κεφαλαίων, νομισματικούς πολέμους, εμπάργκο κλπ., χωρίς τη χρήση αυταρχικών μέτρων οργάνωσης της παραγωγής.

Καταλήγουμε, λοιπόν, στο ότι η δημοκρατική κομμουνιστική στρατηγική, εάν δεν διολισθήσει σε έναν ορισμένο αυταρχισμό, πιθανότατα δεν θα μπορεί να αποφύγει την ήττα ή την απορρόφηση από την καπιταλιστική σφαίρα παραγωγής, εφόσον δεν επερωτά τον κυρίαρχο ρόλο του χρήματος.

Ο homo economicus και ο καθορισμός του ιδεολογικού επιπέδου από το οικονομικό: λίγα θεωρητικά σχόλια

Στην πραγματικότητα, αυτό που βρίσκεται πίσω από τη στρατηγική των οικονομικών κινήτρων και, κατ’ επέκταση, την αποδοχή του χρήματος ως το αποκλειστικό και αδιαμφισβήτητο κινητήριο μέσο και σκοπό της παραγωγής και κυκλοφορίας των αγαθών, είναι η άρρητη παραδοχή ότι το χρήμα ενσαρκώνει την επιθυμία των ανθρώπων. Ήτοι, οι άνθρωποι δεν επιθυμούν καθεαυτή την ικανοποίηση των αναγκών και των ονείρων τους, αλλά επιθυμούν την ικανοποίηση των αναγκών και των ονείρων τους αποκλειστικά μέσω του χρήματος.

Αυτή η παραδοχή αποτελεί τον θεμέλιο λίθο της φιλελεύθερης ιδεολογίας του homo economicus, πάνω στην οποία βασίζεται και η φιλελεύθερη οικονομική σκέψη. Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία, κάθε άνθρωπος, δηλαδή, ο άνθρωπος ως είδος (species), εμπλέκεται στην παραγωγική δραστηριότητα έχοντας ως σκοπό το μέγιστο προσωπικό οικονομικό όφελος. Συνεπώς, από τη στιγμή που το χρήμα είναι άφθαρτο και ανταλλάξιμο με οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, το μέγιστο οικονομικό όφελος μεταφράζεται  στην απόκτηση της μέγιστης δυνατής ποσότητας χρήματος.

Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να κάνουμε την εξής διάκριση: είναι άλλο πράγμα το τι μπορεί να ισχύει όσον αφορά την πλειοψηφία των ανθρώπων της σημερινής καπιταλιστικής κοινωνίας, και διαφορετικό το τι ισχύει για τον άνθρωπο εν γένει, ανεξαρτήτου ιστορικής εποχής, κοινωνικών ηθών και πολιτισμών, δηλαδή για τον άνθρωπο ως είδος.

Πράγματι, στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες του δυτικού κόσμου, η ηγεμονία του καπιταλισμού αρθρώνεται γύρω από την ιδεολογία του χρήματος. Προκειμένου να συλλάβουμε πλήρως το ρόλο που παίζει το χρήμα σ’ αυτές τις κοινωνίες, πρέπει να αντιληφθούμε ότι το χρήμα δεν είναι απλώς ένα ουδέτερο εργαλείο που χρησιμοποιείται για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής των αγαθών. Πολλώ μάλλον, το χρήμα αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ιδεολογικό αντικείμενο, ένα αντικείμενο “λατρείας”, που διαμεσολαβεί τις περισσότερες ανάγκες και απολαύσεις των ανθρώπων και, ως εκ τούτου, οι άνθρωποι σχετίζονται μαζί του και ψυχικά. Επιπλέον, γύρω από το χρήμα έχουν αναπτυχθεί και διάφορες (αστικές) ηθικές στάσεις, όπως για παράδειγμα, το ότι είναι ανήθικη η κλοπή χρημάτων ή η οικονομική απάτη, αλλά και άλλες που βρίσκονται πιο κοντά στις τρέχουσες πολιτικές αντιπαραθέσεις, όπως το ότι δεν είναι σωστό να φορολογείς περισσότερο τους φτωχούς από τους πλούσιους ή ότι δεν είναι σωστό να φορολογείς πολύ τα εισοδήματα γενικώς, γιατί κάθε άνθρωπος “τα έχει βγάλει με τον ιδρώτα του”.

Ίσως μια από τις πιο κραταιές ηθικές γύρω από το χρήμα είναι η ηθική της ελευθερίας του καθενός να κάνει ότι θέλει με τα χρήματά του. Και αυτό γιατί αυτή η ηθική σχέση προσωπικής ελευθερίας και χρήματος είναι ταυτόχρονα και μια αισθητική σχέση, καθώς είναι κάτι που αρέσει σχεδόν σε όλους -ίσως- τους ανθρώπους. Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, αυτή ακριβώς η αισθητική της προσωπικής ελευθερίας της διαχείρισης του χρήματος στηρίζει ιδεολογικά την ηγεμονία του καπιταλισμού και άρα τη συναίνεση γύρω από την αναρχία στην παραγωγή και την κατανάλωση, καθώς και την κυριαρχία του χρήματος ως φετίχ ή, γενικότερα, ως σύμπτωμα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει τελικά και η τάση ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό της δημοκρατικής στρατηγικής των οικονομικών κινήτρων. Τα ίδια τα υποκείμενα που (λένε ότι) παλεύουν για τον κομμουνισμό, (έχουν μάθει να) απολαμβάνουν, ταυτόχρονα, την ελευθερία που συνδέεται με το χρήμα και μετατρέπουν έτσι το σύμπτωμά τους σε βασική προϋπόθεση μιας επιτυχημένης στρατηγικής για τον κομμουνισμό. Όμως, όσο περισσότερα βήματα καταφέρνουν να κάνουν προς τον στρατηγικό στόχο τους, τόσο περισσότερο τείνουν να υποκύψουν στις πιέσεις του αντιπάλου, αποφεύγοντας να δουν τελικά πως η πίεση του αντιπάλου δεν είναι παρά το δικό τους άγχος της εγκατάλειψης του παλιού καπιταλιστικού τρόπου απόλαυσης. (Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι όλες οι “προοδευτικές” κριτικές προς την κομμουνιστική αριστερά που προέρχονταν από ρεφορμιστικές διασπάσεις της τελευταίας, την κατήγγειλαν για “σταλινισμό”, ακόμα κι αν επρόκειτο για μη σταλινικά κομμουνιστικά ρεύματα).

Ωστόσο, η θεωρητική παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος απορρίπτει, αφενός, την ιδεολογία του homo economicus, προς όφελος του θεωρητικού αντι-ανθρωπισμού, της θεωρίας που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο όχι ως μια ουσία που καθορίζει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ως ένα υποκείμενο η ιδεολογία του οποίου καθορίζεται από την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία ζει και, κυρίως, από τις σχέσεις παραγωγής στις οποίες είναι ενταγμένος. Οπότε, οι πιο παραδοσιακές στρατηγικές του βίαιου μετασχηματισμού της παραγωγής πιστεύουν ότι, αλλάζοντας τις σχέσεις παραγωγής, θα αλλάξουν στη συνέχεια και οι συνήθειες και πεποιθήσεις των ανθρώπων. Και ακριβώς επειδή τελικά δεν μπορείς να πείσεις τους ανθρώπους να αλλάξουν οικειοθελώς τον τρόπο που παράγουν γιατί δεσμεύονται ιδεολογικά από τον καθορισμό των τωρινών καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, αυτή η αλλαγή δεν μπορεί παρά να είναι αναγκαστικά βίαιη και κατευθυνόμενη από μια καλά αποφασισμένη πρωτοπορία.

Όμως η ιδεολογία δεν είναι μια απλώς καθοριζόμενη παράμετρος απ’ τις σχέσεις παραγωγής, αλλά έχει τη δική της σχετική αυτονομία, καθώς αποτελείται από στοιχεία ηθικής και αισθητικής που προκύπτουν από διάφορες κοινωνικές σχέσεις πέραν της παραγωγής – όπως η οικογένεια, για παράδειγμα – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι η θέση στην παραγωγή ή οι κατεστημένες σχέσεις εξουσίας δεν παίζουν κι αυτές ρόλο. Συνεπώς, η βίαιη επιβολή μιας νέας οικονομικής καθημερινότητας με νέα ήθη και συνήθειες, μπορεί σε κάποιους ανθρώπους να ενσωματωθεί ή να δικαιολογηθεί εκ των υστέρων, αλλά από κάποιους άλλους να βιωθεί ως καταπίεση της προσωπικότητάς τους και της ελεύθερης βούλησής τους ή ως περιορισμός των ηθικά απενοχοποιημένων φιλοδοξιών τους, δημιουργώντας έτσι την ανάγκη για διαιώνιση του αυταρχισμού. Τέλος, (χρησιμοποιώντας πιο σύγχρονες θεωρητικές αναλύσεις) βλέπουμε ότι η ιδεολογία επί της ουσίας ταυτίζεται με τον τρόπο που σχετίζονται οι άνθρωποι με τις σχέσεις παραγωγής και τις υλοποιούν πρακτικά, καθιστώντας τελικά λογικά άστοχο το σχήμα του καθορισμού των πρώτων από τις δεύτερες (εκτός από αναποτελεσματικό, όπως έδειξε άλλωστε και η ιστορία).

Μια νέα, αποτελεσματική κομμουνιστική στρατηγική, προς έναν αυθεντικά κομμουνιστικό ορίζοντα

Εν είδει συνόψισης των παραπάνω, είδαμε πως οι κύριες “οικογένειες” στρατηγικών του μέχρι σήμερα κομμουνιστικού κινήματος απομακρύνονταν στην πράξη από μια ολοκληρωτική αντιπαράθεση με τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, εξαιτίας θεωρητικών αστοχιών, αφενός, και λόγω της βαθύτερης ενσωμάτωσης των ανθρώπων του κομμουνιστικού κινήματος στα καπιταλιστικά ήθη, αφετέρου. Στη μία περίπτωση οι κομμουνιστές ενσωμάτωναν τον σκληρό αυταρχισμό, ενώ στη δεύτερη ενσωμάτωναν την ελεύθερη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα (όσο ελεύθερη, φυσικά, μπορεί να είναι η σχέση με ένα φετίχ). Και αυτά, βέβαια, πάντα στο όνομα της αποτελεσματικότητας, η οποία όμως ναρκοθετούνταν εξ αρχής, από τη στιγμή που κατέληγε να πετιέται στο περιθώριο ο ίδιος ο ονομαστικός στόχος του κομμουνισμού. Το κόστος, λοιπόν, της “αποτελεσματικότητας”, στην καλύτερη(;) περίπτωση, ήταν η αποκήρυξη του αρχικά προσδοκώμενου αποτελέσματος για ένα άλλο, αρκετά διαφορετικό αποτέλεσμα.

Το συμπέρασμα που βγαίνει από όσα είπαμε μέχρι στιγμής, είναι η κεντρική σημασία της ολοκληρωτικής ιδεολογικής δέσμευσης στις κομμουνιστικές αξίες, όπως αυτές εξάγονται από τα σημεία κριτικής στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: ήτοι, 1) η ισότιμη συνεργασία των ανθρώπων αντί της εκμετάλλευσης των μη εχόντων από τους/τις ιδιοκτήτες/τριες, 2) η δημοκρατική οργάνωση της παραγωγής αντί του αυταρχισμού, 3) ο δημοκρατικός σχεδιασμός της κοινωνικής παραγωγής αντί της άναρχης ανάπτυξης, 4) η παραγωγή και κατανάλωση με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες και επιθυμίες, έναντι της οικονομίας που στόχο έχει την άνευ ορίων μεγιστοποίηση του κέρδους (σημείο-κλειδί για την αποτροπή της καταστροφής του περιβάλλοντος) και, τέλος, 5) η παραγωγή με κίνητρο την ανάπτυξη της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της εξασφάλισης ελεύθερου χρόνου, αντί της “ελεύθερης” φετιχοποίησης του χρήματος.

Από την ανάλυση των μέχρι σήμερα κύριων στρατηγικών, είδαμε ότι η υπαναχώρηση σε κάποιες από αυτές τις αξίες, προκειμένου να κατακτηθεί η εξουσία, ώστε να εφαρμοστούν και οι υπόλοιπες στη συνέχεια, οδηγεί στη διαιώνιση της υπαναχώρησης και στην τελική υιοθέτηση του υβριδικού συστήματος αξιών ως ενιαίο σύνολο. Κι αυτό γιατί καμία από τις πέντε αξίες (όπως και οποιαδήποτε αξία) δεν λειτουργεί ως οντολογικό θεμέλιο, η επίτευξη του οποίου θα σημάνει αυτόματα και την επίτευξη των υπολοίπων. Κατά συνέπεια, το χτίσιμο της ηγεμονίας του νέου (κομμουνιστικού) συστήματος αξιών δεν μπορεί να παρά να γίνει en bloc, μέσα από την ανυποχώρητη ολοκληρωτική ιδεολογική αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα αξιών. Κάνοντας λόγο, λοιπόν, για ολοκληρωτική ιδεολογική αντιπαράθεση, εννοούμε την αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα με όπλο το ενιαίο σύνολο των πέντε κομμουνιστικών αξιών, προστατεύοντας διαρκώς την ενιαιότητα και την ακεραιότητα του συνόλου από την (αναποτελεσματική, τελικά) “ευκολία” της εγκατάλειψης μέρους των κομμουνιστικών αξιών και της ενσωμάτωσης των αντίστοιχων καπιταλιστικών αξιών στη θέση τους.

Εφόσον κάνουμε λόγο για ολοκληρωτικό ιδεολογικό αγώνα, είναι ανάγκη να διευκρινίσουμε την έννοια του ιδεολογικού αγώνα εν γένει, καθώς η έννοια αυτή βαρύνεται από βαθιά ριζωμένα στην ιστορία του κινήματος θεωρητικά λάθη, τα οποία τείνουν να επικρατούν στην καθομιλουμένη χρήση του όρου. Με τον όρο “ιδεολογία”, σε καμία περίπτωση δεν εννοούμε αυτό που λέμε “αφήγηση”. Η ιδεολογία δεν είναι απλώς λόγια. Αντίθετα, η ιδεολογία είναι ένα λιγότερο ή περισσότερο συστηματικό σύνολο συνειδητών πρακτικών. Κατ’ αυτή την έννοια, ο πραγματικός ιδεολογικός αγώνας είναι μόνο ο αγώνας που εφαρμόζει στην πράξη τις αξίες που διακηρύσσει. Τουναντίον, το να προπαγανδίζει κανείς τις αξίες στις οποίες “πιστεύει”, υιοθετώντας όμως τις πρακτικές του αντιπάλου, ως σύνολο αποτελεί είτε μια κυνική ιδεολογία (συνειδητή αλλά μη παραδεκτή αναντιστοιχία λόγων και πράξεων), είτε μια ασυνείδητη όσο και εκλογικευμένη (συνήθως) διαρκής αναβολή της εφαρμογής αυτών που διακηρύσσει ότι θα ήθελε να πραγματοποιήσει, η οποία παίρνει τη μορφή λογικών εμποδίων (π.χ. πρέπει πρώτα να καταστραφεί το κράτος ή να κρατικοποιηθούν όλες οι τράπεζες ή “να βγει ο κόσμος στους δρόμους”, κτλ.). Κατά συνέπεια, η ολοκληρωτική ιδεολογική αντιπαράθεση με το καπιταλιστικό σύστημα αξιών περιλαμβάνει πρωτίστως τον αγώνα για την πρακτική εφαρμογή ενός κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης σε ενεστώτα χρόνο. Άρα, η νέα στρατηγική που προτείνουμε, διαφέρει ως προς τις παλιότερες στο ότι δεν αναβάλλει τον αγώνα για το χτίσιμο ενός κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης μέχρι τη στιγμή της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας.

Για την εφικτότητα της νέας στρατηγικής και το ρόλο της πάλης για την πολιτική εξουσία

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε σε μια σειρά πιθανών επιχειρημάτων εναντίον της εφικτότητας μιας τέτοιας στρατηγικής, η απάντηση στα οποία μπορεί να βοηθήσει στην πληρέστερη περιγραφή της τελευταίας. Το πρώτο αρνητικό επιχείρημα υποστηρίζει ότι δεν είναι εφικτό να δημιουργήσουν αυτόβουλα οι άνθρωποι έναν κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, από τη στιγμή που έχουν μάθει να ζουν στο καπιταλιστικό σύστημα. Ωστόσο, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, ποτέ στην ιστορία δεν θα είχε συμβεί οποιαδήποτε επανάσταση με κομμουνιστικό πρόταγμα. Από κει και πέρα, το επιχείρημα μπορεί να μετατοπιστεί από τους “ανθρώπους” στις “μάζες”, υπονοώντας ότι μόνο μια μικρή πρωτοπορία είναι ικανή να “ξεφύγει” από τις καπιταλιστικές συνήθειες και, άρα, είναι απαραίτητο να καθοδηγεί διαρκώς ή να επιβάλλει στις μάζες το νέο μοντέλο παραγωγής. Ο συλλογισμός αυτός, βέβαια, μας οδηγεί και πάλι στο ότι μόνο ένας αυταρχικού τύπου “κομμουνισμός” είναι εφικτός, οπότε πρέπει να εγκαταλειφθεί το αυθεντικά κομμουνιστικό πρόταγμα.

Αυτό που δεν λαμβάνει υπόψη η παραπάνω αντίληψη είναι ότι ο άνθρωπος είναι ένα ηθικό ον. Η ηθική αναστολή είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα των ανθρώπων κάθε κοινωνίας και λειτουργεί σαν ένα είδος αυθόρμητης εσωτερικής καταπίεσης, που καθορίζει τις πράξεις των ανθρώπων αναλόγως. Συνεπώς, αυτό που χρειαζόμαστε είναι η προώθηση ενός νέου ηθικού κώδικα που να συνάδει με τις αξίες της κομμουνιστικής παραγωγής και κατανάλωσης. Σε τελευταία ανάλυση, αυτό σημαίνει στην πράξη ιδεολογική ηγεμονία: η κοινωνική κατάσταση κατά την οποία η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού ενεργεί αυθόρμητα σύμφωνα με συγκεκριμένες αρχές και αξίες. Όμως, η ηθική δεν ταυτίζεται με την έννοια της νομιμότητας, καθώς η τελευταία έχει να κάνει με αυτό που επιβάλλεται τελικά στα υποκείμενα από το κράτος, σε αντίθεση με την αίσθηση εσωτερικής προέλευσης που έχουν τα υποκείμενα για την ηθική. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι το πεδίο της ηθικής δεν αλληλεπικαλύπτεται με αυτό της νομιμότητας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σε κάθε κοινωνία.

Ούτε, επίσης, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι κάθε υποκείμενο έχει την ίδια σχέση με την κυρίαρχη ηθική μιας κοινωνίας ή ακόμα και με την ηθική εν γένει. Γι’ αυτό το λόγο η αναγκαιότητα της κατάκτησης της εξουσίας δεν μπορεί να εκλείπει από οποιαδήποτε ηγεμονική στρατηγική: η ηγεμονία δεν εξαντλείται στην ιδεολογική ηγεμονία. Αντίθετα, πρέπει να μπορεί να υπερασπίζεται τον εαυτό της έναντι αυτών που την αντιμάχονται στο όνομα μιας άλλης ανταγωνιστικής ηθικής ή της απουσίας οποιασδήποτε ηθικής. Απαραίτητη προϋπόθεση, λοιπόν, για την εξάπλωση και μακροημέρευση της κομουνιστικής ηγεμονίας είναι η κατάκτηση και διατήρηση της πολιτικής εξουσίας.

Όμως, η τελευταία δεν αποτελεί προϋπόθεση για να ξεκινήσει ο αγώνας για την εφαρμογή της κομμουνιστικής ηθικής – παραγωγικής πρακτικής, (έστω και σε περιορισμένες, αρχικά, περιοχές της κοινωνίας), ούτε είναι και το κύριο μέσο γι’ αυτή την εφαρμογή: η υιοθέτηση μιας νέας ηθικής από ένα υποκείμενο δεν επιτυγχάνεται μέσω της βίας, αλλά μέσω της ψυχικής ταύτισης με ένα Υποκείμενο-πρότυπο. Με άλλα λόγια, η οικοδόμηση ενός έστω και μικρού αντιπαραδείγματος από μια πρωτοπόρα ομάδα ανθρώπων, μπορεί να λειτουργήσει ως πρότυπο για την εξάπλωση μιας νέας ηθικής, όπου η αντιστοιχία λόγων και πράξεων, μαζί με ένα κατάλληλο “τελετουργικό” τυπικό επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, είναι τα εργαλεία για την επιτυχή διάδοσή της.

Τέλος, η εύρεση της ικανής πρωτοπορίας που θα κάνει την επιλογή να λειτουργήσει ως πρότυπο κομμουνιστικής ηθικής, δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας ηθικής ή και αισθητικής επιλογής των ανθρώπων που θα ανήκουν στην πρωτοπορία αυτή. Ήτοι, εμείς οι ίδιοι/ες καλούμαστε να αποφασίσουμε, αν ο αγώνας για την εφαρμογή στην πράξη μιας αυθεντικά κομμουνιστικής ηθικής, όπως περιγράφηκε παραπάνω, είναι αυτό που μας αρέσει, αυτό που θέλουμε για τον εαυτό μας.

Προχωρώντας, ερχόμαστε σε ένα άλλο αρνητικό επιχείρημα που δεν έχει να κάνει τόσο με τη δυνατότητα των από κάτω να χτίσουν και να επεκτείνουν τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, όσο με τη δυνατότητα των αντιπάλων να αποτρέψουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο μέσω της συντριπτικής οικονομικής και πολιτικής τους υπεροχής.

Όσον αφορά την οικονομική υπεροχή, αναφερθήκαμε πριν στη δυνατότητα του μεγάλου κεφαλαίου να προσφέρει καλύτερους μισθούς στους εργαζόμενούς του και καλύτερης ποιότητας φθηνότερα προϊόντα στους καταναλωτές, σε σχέση με ένα υποθετικό μικρό νεοφυές εγχείρημα συνεργατικής παραγωγής. Αυτή η δυνατότητα προκύπτει από την ικανότητα παραγωγής και διανομής σε μεγάλη κλίμακα και μικρότερο χρόνο, από τη συσσωρευμένη τεχνολογική γνώση και την παραγωγή νέων τεχνολογιών αιχμής που ελέγχει, από την ευκολότερη πρόσβαση σε φθηνότερο τραπεζικό δανεισμό, και φυσικά από την ευκολότερη και φθηνότερη εξασφάλιση των απαραίτητων πρώτων υλών.

Πράγματι, αν μείνουμε σ’ αυτό το επίπεδο ανάλυσης, η οικονομική υπεροχή των κεφαλαιοκρατών/τριών φαίνεται ανυπέρβλητη χωρίς τη βίαιη απαλλοτρίωση των κεφαλαίων τους, όπως προτείνει η παραδοσιακή λενινιστική στρατηγική. Όμως, αν βαθύνουμε παραπάνω την ανάλυσή μας, θα διαπιστώσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής ισχύος του κεφαλαίου μπορεί να αναχθεί στην ενσωμάτωση των ανθρώπων στην ιδεολογία του χρήματος. Ήτοι:

Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος νομικά να καταναλώνει το φθηνότερο ή το καλύτερης ποιότητας προϊόν, ούτε φυσικά να εργάζεται για το μέγιστο μισθό που μπορεί να του προσφέρουν. Αντίθετα, οι άνθρωποι επιλέγουν την παραπάνω στάση, αν και, βέβαια, συχνά η παραπάνω επιλογή φαντάζει επιβεβλημένη (choix forcee), συνήθως λόγω της απουσίας κάποιας άλλης προτεινόμενης επιλογής που να βασίζεται σε ιδεολογικά κριτήρια, ανταγωνιστικά προς την ιδεολογία του μέγιστου οικονομικού οφέλους. Συνεπώς, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πειστούν να κάνουν διαφορετικές οικονομικές επιλογές, βασιζόμενοι σε κριτήρια ανταγωνιστικά προς τα καπιταλιστικά ήθη, όπως η κατανάλωση προϊόντων που έχουν παραχθεί συνεργατικά και με τεχνικές φιλικές προς το περιβάλλον, ακόμα κι αν αυτά τα προϊόντα δεν είναι τα φθηνότερα ή δεν έχουν την καλύτερη ποιότητα της αγοράς. Το ίδιο ισχύει και για την εργασία: οι άνθρωποι θα μπορούσαν να εργάζονται με κίνητρο την προώθηση του συνεργατικού μοντέλου παραγωγής ή τις λιγότερες ώρες εβδομαδιαίας εργασίας και όχι την απόσπαση του μέγιστου σταθερού μισθού. Επίσης, τα παραπάνω ισχύουν εν μέρει και αναφορικά με τον έλεγχο της παραγωγής νέων τεχνολογιών αιχμής, καθώς οι καλύτεροι επιστήμονες συνήθως παρέχουν τη διανοητική εργασία τους στις καλύτερα πληρωμένες θέσεις των τμημάτων έρευνας των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.

Εδώ, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος της οικονομικής ισχύος των κεφαλαιοκρατών δεν προκύπτει (τόσο) από την ιδεολογική ηγεμονία των καπιταλιστικών ηθών επί των εργαζομένων, αλλά από την πολιτική ηγεμονία τους. Σ΄ αυτή την κατηγορία εμπίπτει η κατοχή του συντριπτικά μεγαλύτερου όγκου του ακίνητου κεφαλαίου (γη, εργαλειομηχανές κλπ) και ο έλεγχος των πηγών φυσικών πόρων (πράγμα που συχνά επιτυγχάνεται μέσω πολεμικών επεμβάσεων).  Αυτήν την πολιτική ηγεμονία, όμως, οι κεφαλαιοκράτες μπορούν και την εξασκούν λόγω της ιδεολογικής ηγεμονίας τους επί των ανθρώπων που στελεχώνουν τους καταπιεστικούς μηχανισμούς του κράτους, αλλά και επί των εργαζομένων που στηρίζουν πολιτικά – άρα και ιδεολογικά – το πολιτικό προσωπικό που διαχειρίζεται την εξουσία στο όνομά τους. (Ίσως, είναι περιττό να επισημάνουμε, δε, ότι η ιδεολογική ηγεμονία των κεφαλαιοκρατών επί των ανωτέρω κατηγοριών ανθρώπων έχει φυσικά μια σημαντική οικονομική πλευρά, δηλαδή τα μισθολογικά προνόμια των πολιτικών και δικαστικών ή η οικονομική σιγουριά που απολαμβάνουν οι δυνάμεις ασφαλείας).

Σ’ αυτό το σημείο, είναι κρίσιμο να δούμε πως κατόρθωσε ιστορικά η αστική τάξη να φτάσει στο σημερινό σημείο οικονομικής και πολιτικής ισχύος. Πρόκειται για μια μακρόχρονη ιστορική διαδικασία, κατά την οποία, ήδη από τα χρόνια της φεουδαρχίας η αστική τάξη άρχισε να συσσωρεύει χρηματικό κεφάλαιο υπό τη μορφή πολύτιμων μετάλλων, μέσα από το εμπόριο, καθώς και την υφαρπαγή νέων μεγάλων ποσοτήτων χρυσού και πολύτιμων λίθων από τους ιθαγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Η διαδικασία αυτή, η οποία διήρκησε αιώνες, ονομάστηκε από τον Μαρξ “πρωταρχική συσσώρευση”. Στη συνέχεια, αυτή η πρωταρχική συσσώρευση συνεχίστηκε μέσω της ακραίας εκμετάλλευσης της εργασίας της νεοεμφανιζόμενης εργατικής τάξης κατά τη βιομηχανική επανάσταση, η οποία προήλθε από τον εξαρθρωμένο υπερπληθυσμό της φεουδαλικής κοινωνίας, ήτοι, από απογόνους της τάξης των δουλοπάροικων που δεν μπορούσαν πλέον να τραφούν από το ανεπαρκές μέρος της αγροτικής παραγωγής που άφηναν οι φεουδάρχες στην κατοχή των πρώτων. Επίσης, σ’ αυτή την εκμετάλλευση συνέβαλε και η εκμετάλλευση της διανοητικής εργασίας των επιστημόνων της εποχής, έστω και με την παραχώρηση στους τελευταίους σημαντικά καλύτερων αμοιβών. Τέλος, αρκετά νωρίς, από την πρώτη εποχή του εμπορίου, σημαντικό μέσο συσσώρευσης πλούτου αποτέλεσε και η τοκογλυφία, πριν ακόμα μετατραπεί στο θεσμό του τραπεζικού δανεισμού. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι, αν και δεν έλλειπε εξολοκλήρου ο ρόλος της πολιτικής ισχύος από αυτή τη διαδικασία (π.χ. κατά την κατάκτηση του “νέου κόσμου”), ούτε φυσικά έλειψαν περίοδοι σημαντικών πολιτικών συγκρούσεων και ανακατατάξεων (όπως η Γαλλική Επανάσταση και ο αγώνας της αμερικανικής ανεξαρτησίας), εντούτοις, η επέκταση του καπιταλισμού ήταν μια διαδικασία κατά βάση οικονομική, που διεξήχθη εντός του πλαισίου νομιμότητας της εποχής, παρά το προϊόν μιας αποφασιστικής πολιτικής αναμέτρησης μεταξύ ταξικών μπλοκ. Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός οικοδομήθηκε και γιγαντώθηκε όχι ύστερα από μια αποφασιστική πολιτική νίκη των δουλοπάροικων σε βάρος των φεουδαρχών, αλλά μέσα από την οικονομική δραστηριότητα των αστών που αποτελούσαν μια τρίτη τάξη στα χρόνια της φεουδαρχίας και δρούσαν στο περιθώριο της κυρίαρχης φεουδαλικής δραστηριότητας, και ταυτόχρονα στο πλάι της και σε επαφή με αυτήν. Επιπρόσθετα, αυτή η οικονομική δραστηριότητα δεν αποτελούσε παρά τη νέα ιδεολογία του ατομικού συμφέροντος και της χρηματικής αποταμίευσης, η οποία ανταγωνιζόταν την ιδεολογία των παλιών μεσαιωνικών σχέσεων πίστης, τιμής και προστασίας που συνέδεαν τους υποτελείς με τους αφέντες γαιοκτήμονες και πολέμαρχους, και είχε αρχίσει να κερδίζει έδαφος αρκετά νωρίτερα από τις πολιτικές ανακατατάξεις του 18ου και 19ου αιώνα.

Επανερχόμενοι, λοιπόν, στην αρχική συζήτηση περί της εφικτότητας της νέας στρατηγικής που προτείνουμε, η ιστορία δείχνει ότι μια παρόμοια ιστορική ανάπτυξη του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής μέσα από τη δράση μιας τρίτης τάξης των συνεταιριστών, στο περιθώριο της κυρίαρχης καπιταλιστικής οικονομικής δραστηριότητας και σε επαφή με τους κοινωνικο-πολιτικούς ανταγωνισμούς μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης, είναι καθόλα δυνατή. Αυτό μεταφράζεται πρακτικά στην εκκίνηση μιας οργανωμένης διαδικασίας πρωταρχικής συσσώρευσης συνεταιριστικού κεφαλαίου, έστω και με πενιχρά μέσα στην αρχή, η οποία όμως θα μπορεί να επεκτείνεται βαθμιαία, στηριζόμενη στην ισχυρή ιδεολογική δέσμευση των ανθρώπων του κινήματος, η οποία θα πρέπει να αφορά και την παραγωγή, και την κατανάλωση, και την απευθείας χρηματική στήριξη, ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυνατότητες του καθενός και της καθεμιάς.

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε, ότι μια τέτοια συνεργατική οικονομική δραστηριότητα έχει και σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Το πρώτο έχει να κάνει με τον εσωτερικό ανταγωνισμό μεταξύ των κεφαλαίων των ατομικών καπιταλιστών, ο οποίος αδυνατίζει εκ των πραγμάτων την ικανότητα του συνολικού αστικού κεφαλαίου να δρα συντονισμένα και να παρέχει παντού και στους πάντες καλούς μισθούς και ποιοτικά προϊόντα σε χαμηλές τιμές. Γνωρίζουμε, άλλωστε, πολύ καλά, από την καθημερινή εμπειρία, ότι ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου παράγει χαμηλής ποιότητας φθηνά προϊόντα, δίνοντας μισθούς πείνας, ενώ άλλα κεφάλαια παρέχουν μεν σχετικά καλύτερους μισθούς και καλύτερα προϊόντα, αλλά σε σαφώς ψηλότερες τιμές. Το δεύτερο πλεονέκτημα της συνεργατικής οικονομίας είναι ότι δεν επιδιώκει τη μεγιστοποίηση του κέρδους, αλλά μια αρχική σταθερότητα με βιώσιμα εισοδήματα για τους εργαζόμενους και αξιοπρεπούς ποιότητας προϊόντα σε προσιτές τιμές, ενώ μπορεί να σχεδιάσει με πιο οργανωμένο και συγκεντρωμένο τρόπο το ρυθμό χρηματικής συσσώρευσης για τη βαθμιαία επέκτασή της. Σημειώνουμε ότι το γεγονός αυτό ήδη επιτυγχάνεται από μια σειρά υπαρχόντων συνεργατικών εγχειρημάτων που τα καθιστούν οικονομικά βιώσιμα και δημοφιλή στους καταναλωτές. Το τρίτο πλεονέκτημα σχετίζεται με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις της σημερινής περιόδου, οι οποίες, λόγω της απουσίας αντίπαλου δέους, περιθωριοποιούν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια ανθρώπινου δυναμικού, ακόμα και υψηλού γνωσιακού κεφαλαίου, και συνδέονται με μη οικουμενικά ιδεολογήματα όπως αυτά της “κοινωνίας των δύο τρίτων” καθώς και με πραγματικότητες κοινωνιών του ενός τρίτου και του 1% πλουσιότερου κομματιού του παγκόσμιου πληθυσμού. Αντίθετα, ο συνεργατικός τρόπος παραγωγής μπορεί δυνητικά να συνδεθεί με έναν οικουμενικό λόγο και να εκφράσει, να ενσωματώσει και να κινητοποιήσει όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού. Τέτοια πλεονεκτήματα, λοιπόν, μπορούν να αποτελέσουν τη δύναμη ενός κινήματος κομμουνιστικής-συνεργατικής οικονομίας και να καταστήσουν τέτοια οικονομικά εγχειρήματα ανταγωνιστικά, έστω και σε βάθος χρόνου, όσον αφορά την ποιότητα ζωής των εργαζομένων σε αυτά, καθώς και τη σχέση ποιότητας-τιμής των προϊόντων που παράγουν.

Όσον αφορά, τώρα, το πρόβλημα της πολιτικής ισχύος του κεφαλαίου και κατά πόσο αυτή μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για το προχώρημα της νέας κομμουνιστικής στρατηγικής, σημειώνουμε ότι στην περίπτωση της αστικής δημοκρατίας, όπου το κράτος δεν συμπυκνώνει έναν συντριπτικό συσχετισμό δύναμης υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, αυτή η πολιτική ισχύς δεν μπορεί να πλήξει απευθείας αυτή τη στρατηγική, καθώς δύναται να λειτουργήσει εντός του πλαισίου της αστικής νομιμότητας, ή ακόμα και να εκμεταλλευτεί το αστικό δίκαιο για την προστασία του έναντι αθέμιτων πρακτικών του αντιπάλου. Από κει και πέρα, στην περίπτωση ενός πλήρως αυταρχικού πολιτικού συστήματος, όπου η κρατική εξουσία συμπυκνώνει έναν συντριπτικό συσχετισμό δύναμης υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, θα ήταν επιλεκτική αφέλεια αν παραβλέπαμε ότι οποιαδήποτε κομμουνιστική στρατηγική θα συναντούσε υπέρμετρες δυσκολίες! Όπως θα μπορούσε να υπάρξει ένα καθεστώς που να απαγορεύει το συνεταιρίζεσθαι, η ίδια ιστορική δυνατότητα υπάρχει και για ένα καθεστώς που απαγορεύει το συνδικαλισμό και το συνέρχεσθαι, εμποδίζοντας έτσι ευθέως μια κομμουνιστική στρατηγική που θα βασίζεται εν πολλοίς στην ιδεολογική προπαγάνδα και την κινηματική διαμαρτυρία. Το ίδιο ισχύει, επίσης, και για αντιδραστικά-αντικομμουνιστικά κινήματα που θα επιχειρούσαν πιθανόν να σαμποτάρουν την εφαρμογή οποιασδήποτε κομμουνιστικής στρατηγικής. Κατά συνέπεια, τέτοιου τύπου επιχειρήματα περί της μη εφικτότητας της νέας στρατηγικής, ουσιαστικά αποτελούν επιχειρήματα για τη μη εφικτότητα οποιασδήποτε αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, και ως εκ τούτου δεν μας αφορούν.

Η σχέση της νέας στρατηγικής με τον πολιτικό αγώνα και το χρήμα

Εάν διατυπώνουμε τη νέα στρατηγική μας πρόταση μέσω μιας κριτικής σε βάρος των παλιότερων στρατηγικών με κεντρικούς άξονες την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και, είτε το βίαιο μετασχηματισμό της οικονομίας, είτε το μετασχηματισμό μέσω χρηματικών κινήτρων, αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι προτείνουμε την ολοκληρωτική αποχή από τον πολιτικό αγώνα και τη χρήση του χρήματος. Ας εξετάσουμε τα δύο αυτά θέματα ξεχωριστά.

Ήδη έχει διαφανεί από τα παραπάνω, ότι η νέα στρατηγική δεν αδιαφορεί ως προς τον αγώνα για την πολιτική εξουσία, αλλά τον θεωρεί αναπόσπαστο κομμάτι της που την ολοκληρώνει. Αυτό που υποστηρίζει είναι, πρώτον, ότι η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από μόνη της δεν επαρκεί για το χτίσιμο ενός αυθεντικά κομμουνιστικού (μη αυταρχικού) τρόπου παραγωγής, και ίσως να μην αποτελεί καν το βασικότερο σημείο καμπής μιας τέτοιας ιστορικής προσπάθειας. Δεύτερον, η νέα στρατηγική προσπαθεί να επισημάνει ότι ακόμα και η κατάκτηση-διατήρηση της πολιτικής εξουσίας ως κεντρικός στόχος, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς προϋποθέσεις. Ιδιαίτερα στη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα των οικονομικών εκβιασμών σε βάρος (μέχρι πρότινος) κυρίαρχων αναπτυγμένων κοινωνιών, δεν μπορεί να σταθεί μια πολιτική πρόταση μάχης ενάντια σε θεσμούς οικονομικής καταπίεσης, όπως η Ευρωζώνη, το ΔΝΤ και τα μεγάλα διεθνή χρηματοπιστωτικά κεφάλαια κρατικού δανεισμού, χωρίς τον από τα πριν έλεγχο ενός κομματιού της παραγωγής βασικών αγαθών ικανού να εξασφαλίζει στοιχειωδώς την αναπαραγωγή της καθημερινής ζωής σε συνθήκες οικονομικού και νομισματικού πολέμου. Κατά συνέπεια, η ευθεία προσπάθεια για το χτίσιμο ενός χώρου συνεργατικής οικονομίας και ο αγώνας για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και τη διασφάλιση της λαϊκής κυριαρχίας, είναι άξονες απολύτως συμπληρωματικοί. Επίσης, η ανάπτυξη μιας συνεργατικής οικονομικής σφαίρας, αν καταφέρει να απορροφήσει κομμάτι του άνεργου εργατικού δυναμικού και να αποτελέσει αντίπαλο δέος στο καπιταλιστικό επιχειρείν, θα αποτελέσει εκ των πραγμάτων και σημαντικότατο διαπραγματευτικό στήριγμα για τους κλασικούς συνδικαλιστικούς αγώνες, ενώ θα δώσει και μια αίγλη ρεαλισμού στον αντικαπιταλιστικό πολιτικό λόγο συνολικά. Και, προφανώς, η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας μπορεί να δώσει μεγάλη στήριξη και ώθηση ακόμα και σε ένα ήδη καθιερωμένο κύκλωμα συνεργατικής οικονομίας. Τέλος, ακόμα και ο σκληρός πυρήνας των ανθρώπων της συνεργατικής οικονομίας θα χρειάζεται κατά καιρούς να αναπτύσσει μια σοβαρή κινηματική δράση, διεκδικώντας από την πολιτική εξουσία διάφορα αιτήματα που τους αφορούν ή διεκδικώντας τη νομιμοποίηση σημαντικών συνεργατικών εγχειρημάτων με γκρίζο νομικό καθεστώς (π.χ. ΒΙΟΜΕ).

Συνεχίζοντας, τώρα, με το ζήτημα της χρήσης του χρήματος, είναι προφανές ότι μια πλήρης απομόνωση ενός νεογέννητου χώρου συνεργατικής οικονομίας από το σύστημα χρηματικής κυκλοφορίας είναι ανέφικτη. Κι αυτό λόγω του υψηλού βαθμού αλληλεξάρτησης μιας παραγωγικής μονάδας με πολλές άλλες – δηλαδή λόγω του υψηλού καταμερισμού-κατακερματισμού της συνολικής κοινωνικής παραγωγής που έχει προκύψει τις τελευταίες δεκαετίες – μαζί με την τεχνολογική ανάπτυξη νέων μεθόδων και εργαλείων παραγωγής. Για παράδειγμα, ενώ έως και πριν τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η αγροτική παραγωγή εξαρτιόταν από απλά χειροποίητα εργαλεία και πρώτες ύλες που προέρχονταν από την ίδια (σπόροι, ζωοτροφές κλπ), πλέον η απαίτηση γεωργικών μηχανημάτων, πετρελαίου, κτηνοτροφικών φαρμάκων κλπ., καθιστά την αγροτική παραγωγή πολύ πιο στενά συνδεδεμένη με τη συνολική κοινωνική παραγωγή. Από τη στιγμή, λοιπόν, που η τελευταία ηγεμονεύεται σε μεγάλο βαθμό από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει η συνεργατική οικονομία είναι το να “επικοινωνεί” με τον καπιταλιστικό χώρο μέσω χρηματικών συναλλαγών. Αυτό, όμως, σημαίνει αξιοποίηση του χρήματος ως ένα απαραίτητο εργαλείο, αλλά όχι ως φετίχ, δηλαδή ως αντικείμενο λατρείας και απώτερο σκοπό της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, για μια σειρά από λόγους εκτός από τον προαναφερθέντα, είναι απαραίτητο για κάθε συνεργατικό εγχείρημα και για τη συνεργατική σφαίρα παραγωγής συνολικά να λειτουργεί βάσει ενός σχεδίου οικονομικής βιωσιμότητας, και άρα, να εξασφαλίζει την απαραίτητη χρηματική ρευστότητα και συσσώρευση: αφενός, επειδή κατά τα πρώτα βήματά της, η συνεργατική παραγωγή θα απευθύνεται αναγκαστικά σε ευρύτερο καταναλωτικό κοινό από τους/τις εργαζόμενους/ες σ’ αυτήν, και αφ’ ετέρου, επειδή οι τελευταίοι/ες δεν θα μπορούν να καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες τους μόνο με προϊόντα που θα παράγονται εντός της συνεργατικής σφαίρας. Ωστόσο, στο βαθμό που η χρηματική ρευστότητα και συσσώρευση δεν αποσκοπούν στην καπιταλιστική κερδοφορία και αποθησαύριση, αλλά στη βιωσιμότητα και επέκταση των θέσεων εργασίας, τότε μιλάμε για μια πολύ διαφορετική χρήση του χρήματος από τη μεριά της συνεργατικής οικονομίας, την οποία, συνοψίζοντας, χαρακτηρίσαμε ως εργαλειακή, στον αντίποδα της φετιχιστικής λατρείας του χρήματος στον καπιταλισμό. (Τέλος, το κατά πόσο ακόμα και ο “βαθύς κομμουνισμός” θα αποτελούσε έναν τρόπο κοινωνικής παραγωγής και κατανάλωσης όπου η χρήση του χρήματος θα έχει παντελώς εκλείψει, είναι ένα ζήτημα χωρίς εύκολες απαντήσεις και σίγουρα όχι μονοσήμαντες. Αλλά μια προσπάθεια αναλυτικής πραγμάτευσης του ζητήματος, στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα, θα ήταν τουλάχιστον ανεδαφική ή άνευ ηθικού νοήματος, καθώς αφορά ένα μέλλον αρκετά μακρινό, ώστε να μην μας συμπεριλαμβάνει).

Βασικές γραμμές ενός σχεδίου για την επέκταση της συνεταιριστικής και αλληλέγγυας οικονομίας

Έχοντας αναπτύξει ως έναν πρώτο βαθμό το (σε τελευταία ανάλυση πολιτικό) στρατηγικό βάθος μιας συντονισμένης προσπάθειας για το χτίσιμο ενός συνεργατικού-κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, οφείλουμε πλέον να σχηματίσουμε το βασικό πρακτικό περίγραμμα αυτής της προσπάθειας. Αξίζει να επαναλάβουμε ορισμένα σημεία ως οδηγό σκέψης για τον συζητούμενο σχεδιασμό. Πρώτον, μια κομμουνιστική οικονομία δεν αρκεί να είναι μόνο συνεργατική, αλλά οφείλει να είναι και οικονομία των αναγκών, αν δεν θέλει τελικά να αποτελέσει απλώς έναν παρεΐστικο τρόπο επιχειρείν. Δεύτερον, αντιλαμβανόμαστε το χτίσιμο μιας συνεργατικής οικονομίας των αναγκών ως μέρος μιας συνολικής κομμουνιστικής στρατηγικής, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να συμβάλλει στη συσσώρευση ισχύος για τους από κάτω. Τρίτον, από το προηγούμενο σημείο προκύπτει ότι η συνεργατική οικονομία των αναγκών, οφείλει να επεκτείνεται με λελογισμένο τρόπο, προκειμένου να εξασφαλίζει σχετική σταθερότητα για τους εργαζόμενους αφενός, και να δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας αφετέρου. Τέταρτον, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το νέο σχέδιο πρέπει να είναι κλειστό σε σχέση με ήδη υπάρχοντα μεμονωμένα συνεργατικά εγχειρήματα, ακόμα κι αν αυτά δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως κομμάτι μιας συνολικής πολιτικής στρατηγικής ή εάν παρέχουν υπηρεσίες που δεν συγκαταλέγονται στις βασικές λαϊκές ανάγκες. Αντίθετα, το σχέδιό μας φιλοδοξεί να βρίσκει τρόπους συνάντησης και συνεργασίας με τέτοια εγχειρήματα. Πέμπτον, το σχέδιο αυτό μπορεί και πρέπει να εκμεταλλευτεί διαθεσιμότητες σε γη, ακίνητα κεφάλαια και χρήμα, προκειμένου να μπορέσει να εγκαθιδρύσει έναν μερικώς αυτοαναπαραγόμενο οικονομικό κύκλο. Ήτοι, δυνατότητες σχετικά φθηνής ενοικίασης γαιών και ακινήτων που ανήκουν σε τρίτους ατομικούς ιδιοκτήτες ή δυνατότητες απόσπασης χρηματοδοτήσεων από αστικές θεσμικές πηγές (π.χ. ΕΣΠΑ), είναι ανάγκη να αποτελέσουν μέρος του σχεδίου, ειδικά κατά την εκκίνησή του. Διαφορετικά, το ξεζούμισμα των λαϊκών εισοδημάτων από μεριάς κυβέρνησης και διεθνών εκβιαστών δεν θα επιτρέψει, πιθανότατα, τη συγκέντρωση επαρκών κεφαλαίων  για το ξεκίνημα ενός τέτοιου εγχειρήματος.

Έχοντας στο νου τα παραπάνω, προχωράμε πλέον στην παράθεση κάποιων πρώτων θεματικών αξόνων, μερικώς ιεραρχημένων σε προτεραιότητες:

Α) Διατροφικές ανάγκες και πρωτογενής παραγωγή

Η κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι οποιασδήποτε οικονομικής σφαίρας, ακόμα και του καπιταλισμού, ο οποίος βλέπουμε ότι δεν μπορεί να αυτονομηθεί πλήρως από τις βασικές ανθρώπινες ανάγκες – αντίθετα αξιοποιεί την ηγεμονία του επί της παραγωγής των βασικών αγαθών ως μέσο ισχύος που κάνει τη συνολική του ηγεμονία να φαντάζει μονόδρομος. Κατά συνέπεια, το χτίσιμο της οικονομικής σφαίρας που οραματιζόμαστε δεν μπορεί παρά να ξεκινά από τον στόχο της κάλυψης των διατροφικών αναγκών των από κάτω. Αυτό σημαίνει, προφανώς, στήσιμο εγχειρημάτων πρωτογενούς παραγωγής, βάσει όμως ενός σχεδίου, και όχι απλώς βάσει οικονομικού συμφέροντος. Για το λόγο αυτό το εγχείρημα της πρωτογενούς παραγωγής, χρειάζεται και μια μελέτη γύρω απ’ τις πραγματικές διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού και πως αυτές μπορούν να καλυφθούν αποδοτικότερα βάσει των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας, καθώς και πρωτοβουλίες για την αλλαγή των διατροφικών συνηθειών του πληθυσμού. Παράλληλα, απαιτείται και επιστημονική στήριξη του σχεδίου γύρω από θέματα όπως αποδοτικοί μέθοδοι παραγωγής με σεβασμό στο περιβάλλον και διασφάλιση της αειφορίας.

Β) Καταναλωτικοί συνεταιρισμοί – δίκτυο διανομής προϊόντων συνεργατικής παραγωγής

Ο συγκεκριμένος άξονας είναι αναπόσπαστο συμπλήρωμα του προηγούμενου. Μια συνεργατική πρωτογενής παραγωγή θα μείνει μετέωρη εάν δεν συνοδευτεί από έναν οργανωμένο τρόπο κατανάλωσης των προϊόντων της, ώστε να της εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα. Διαφορετικά, οι φθηνές εισαγωγές μεγάλης κλίμακας που εφαρμόζουν τα σουπερμάρκετ και η ισχύς των δικτύων μεσαζόντων θα έπνιγε οικονομικά τη συνεργατική παραγωγή κατά τα πρώτα βήματά της. Συνεπώς, η ίδρυση καταναλωτικών συνεταιρισμών στις γειτονιές είναι αναγκαία. Αυτό θα εξασφαλίσει όχι μόνο σίγουρη διάθεση των προϊόντων, αλλά και δημοκρατικό οικονομικό σχεδιασμό με τη συμμετοχή παραγωγών και καταναλωτών, ο οποίος θα μπορεί να ζυγίζει της τιμές, ώστε και να επιτυγχάνεται ένα στοιχειωδώς αξιοπρεπές εισόδημα για τους παραγωγούς, και να διατηρούνται οι τιμές σε προσιτά επίπεδα, αλλά και να υπολογίζεται ένας ρυθμός κεφαλαιακής συσσώρευσης για τη μελλοντική επέκταση του κύκλου εργασιών του πρώτου άξονα. Επίσης, μέσα από την κατανάλωση, θα μπορεί το σχέδιό μας να εμπλέκει και πλατύτερα κομμάτια της κοινωνίας, τα οποία είτε διατηρούν μια σχετικά αξιοπρεπή θέση εργασίας στην καπιταλιστική οικονομική σφαίρα, είτε δεν έχουν ενταχθεί εργασιακά στη συνεργατική σφαίρα παραγωγής, μέχρι μια δεδομένη χρονική στιγμή.

Γ) Δευτερογενής παραγωγή προϊόντων τεχνολογίας

Ο άξονας της δευτερογενούς παραγωγής ίσως αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση για το σχέδιό μας, καθώς απαιτείται πολλή δουλειά για την κατάκτηση της απαραίτητης τεχνογνωσίας. Παρ’ όλα αυτά, η συνεργατική παραγωγή προϊόντων τεχνολογίας όχι μόνο δεν είναι ανέφικτη, αλλά έχει και μια σειρά από βοηθήματα. Κατ’ αρχάς, η εμπειρία από άλλες χώρες έχει δείξει ότι είναι απολύτως δυνατή η παραγωγή βασικών μηχανών και εργαλείων για την αναπαραγωγή της σύγχρονης ζωής, μέσα από – ήδη υπαρκτές – πρωτοβουλίες hardware “ανοιχτού κώδικα”, σε χαμηλότερες τιμές και ανταγωνιστική ποιότητα σε σχέση με τα προϊόντα μεγάλων πολυεθνικών. Αυτό σημαίνει ότι δεν ξεκινάμε απ’ το μηδέν, ούτε είμαστε μόνοι/ες σ’ αυτή την προσπάθεια. Επιπλέον, η κατοχύρωση μιας πρώτης έκτασης συνεργατικού οικονομικού χώρου με αιχμή τον πρωτογενή τομέα, μπορεί να αποτελέσει μια σίγουρη “αγορά” για εργαλεία και μηχανήματα που απαιτούνται για την γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή. Επίσης, στο βαθμό που ο συγκεκριμένος άξονας γίνεται μέρος της διεθνούς κοινότητας ανοιχτού κώδικα, αυτό επιτρέπει σε ανθρώπους απ’ όλο τον κόσμο να συμβάλλουν στον βέλτιστο σχεδιασμό και τελειοποίηση των προϊόντων, καθώς και στην εύκολη επέκταση της παραγωγής σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται η κατασκευή αξιόπιστων πρωτοτύπων. Τα παραπάνω ισχύουν, φυσικά, και για προϊόντα πληροφορικής, ενώ για προϊόντα ψηφιακής τεχνολογίας, όπου απαιτούνται μέσα παραγωγής προηγμένης τεχνολογίας, υπάρχει η δυνατότητα συνεργασίας με διεθνείς πρωτοβουλίες σχεδιασμού τέτοιων ειδών, χρηματοδοτούμενα μέσω crowd funding και κατασκευασμένα σε προσιτές τιμές, κατόπιν παραγγελίας σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις κατασκευής ψηφιακών προϊόντων. Τελευταίο, το πιο σημαντικό: τέτοια εγχειρήματα μπορούν να απασχολήσουν ένα σημαντικό κομμάτι της πίτας των ανέργων της νέας γενιάς με ανώτατη και ανώτερη τεχνολογική μόρφωση.

Δ) Ίδρυση συνεταιριστικού χρηματοπιστωτικού οργανισμού

Και ο συγκεκριμένος τομέας είναι ζωτικής σημασίας για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και ανάπτυξη της συνεργατικής οικονομίας συνολικά, καθώς, όπως όλες οι επιχειρήσεις, έτσι και τα συνεργατικά εγχειρήματα θα έχουν ανάγκη από φθηνό δανεισμό κατά το ξεκίνημα αλλά και κατά την ωριμότητά τους. Επίσης, μια τέτοια δομή θα μπορεί να δέχεται και τα κεφάλαια απόσβεσης των παραγωγικών μονάδων, καθώς και να ρυθμίζει με συγκεντρωμένο τρόπο το ρυθμό χρηματικής συσσώρευσης της συνεργατικής σφαίρας, μέσα από λελογισμένα επιτόκια δανεισμού. Σημαντικό στοιχείο επίσης, ο πιθανός έλεγχος της μετοχικής σύνθεσης του οργανισμού από τις παραγωγικές μονάδες με ισότιμο τρόπο, ώστε να αποφασίζουν δημοκρατικά τα ίδια τα εγχειρήματα για την κεντρική οικονομική πολιτική του συνολικού συνεργατικού οικονομικού χώρου. Παράλληλα, ένας τέτοιος χρηματοπιστωτικός οργανισμός θα αποτελεί ίσως το σημαντικότερο μέσο εμπλοκής αλληλέγγυου κόσμου που δεν εργάζεται στη συνεργατική παραγωγή, καθώς θα έχει τη δυνατότητα να στηρίζει τη συνεργατική παραγωγή μέσω μακροπρόθεσμων αποταμιεύσεων και μικρών δωρεών, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη του παθητικού και ενεργητικού κεφαλαίου του οργανισμού και κατ’ επέκταση στον ευκολότερο δανεισμό προς τα παραγωγικά συνεργατικά εγχειρήματα. Έτσι, ο τομέας αυτός θα μπορούσε να αποτελέσει και χώρο δράσης στις συντρόφισσες/συντρόφους και αλληλέγγυες/ους που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό.

Ε) Συγκρότηση και επέκταση συνεταιριστικών εγχειρημάτων εστίασης και παροχής λοιπών υπηρεσιών

Τελευταίος και λιγότερο σημαντικός ο άξονας του τριτογενούς τομέα, ο οποίος, αν και δεν παίζει τον σημαντικότερο ρόλο στη συσσώρευση ισχύος για τους από κάτω και στο χτίσιμο μιας κομμουνιστικής ηγεμονίας, εντούτοις περιλαμβάνει μια σειρά από ήδη υπάρχοντα και ιδιαίτερα πετυχημένα συνεργατικά εγχειρήματα, ιδιαίτερα στον χώρο της εστίασης. Ως εκ τούτου, η ενσωμάτωση αυτών των εγχειρημάτων στο δίκτυο κατανάλωσης των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής θα αποτελέσει μια διόλου αμελητέα στήριξη της συνεργατικής παραγωγής συνολικά, όχι μόνο οικονομικά, αλλά και με όρους “διαφήμισης”. Ακόμα, η επέκταση τέτοιων παραδειγμάτων σε περισσότερες γειτονιές της Αθήνας και σε μέρη της επαρχίας, είναι ένας ακόμα τρόπος απορρόφησης άνεργου δυναμικού, αλλά και επιπλέον χρηματικής συσσώρευσης, προς όφελος της συνολικής σφαίρας συνεργατικής παραγωγής.

Επιπλέον σημεία σχετικά με τον κομμουνιστικό προσανατολισμό του στρατηγικού σχεδίου για τη συνεταιριστική οικονομία

Για να προχωρήσουν συγκεκριμένες δράσεις πάνω στις ανωτέρω θεματικές προτεραιότητες, χρειάζονται, προφανώς, συγκεκριμένες προπαρασκευαστικές και βοηθητικές επεξεργασίες, όπως οικονομική μελέτη κάθε εγχειρήματος, νομική τεκμηρίωση για τις απαιτούμενες γραφειοκρατικές διαδικασίες, καθώς και έρευνες για πιθανές τοποθεσίες, διαθέσιμες γαίες και ακίνητα, κτλ. Ερχόμαστε, λοιπόν, μπροστά στο ερώτημα του “πως” και “από ποιους/ες” θα διεκπεραιωθεί μια τέτοια εργασία.

Ως απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει την εισαγωγή μιας επιπλέον θεματικής προτεραιότητας, για τη δημιουργία συνεργατικών μελετητικών επιχειρήσεων, οι οποίες θα προσφέρουν στα υπόλοιπα εγχειρήματα τις απαραίτητες υποστηρικτικές υπηρεσίες. Εντούτοις, μια άλλη λύση είναι η διεκπεραίωση των υποστηρικτικών εργασιών να γίνεται από τους ίδιους τους ανθρώπους που εμπλέκονται ή πρόκειται να εμπλακούν οργανικά με τις άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες των προαναφερθέντων προτεραιοτήτων. Εδώ λοιπόν, το δίλημμα δεν είναι καθόλου επουσιώδες ή απλώς “τεχνικό”, και τα κριτήρια που θα μας οδηγήσουν στην απάντηση καθόλου ουδέτερα. Αντιθέτως, αγγίζουμε πλέον ένα πολύ ευαίσθητο σημείο της συνολικής δομής του καπιταλιστικού συμπτώματος.

Όταν στην αρχή του κειμένου αναφερθήκαμε σε πέντε βασικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφήσαμε στην άκρη ορισμένα άλλα σημεία, τα οποία είναι μεν απολύτως ενσωματωμένα στη λογική του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά δεν αποτελούν αποκλειστικώς χαρακτηριστικά γνωρίσματά του. Για παράδειγμα, η καταστροφή του περιβάλλοντος και η αποξένωση των ανθρώπων απ’ τη φύση αποτελούν συγκροτητικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, αλλά μπορούν κάλλιστα να ενσωματωθούν και από μια αντικαπιταλιστική λογική ή έναν υποθετικό μετακαπιταλιστικό αυταρχικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Επίσης, ο διαχωρισμός χειρονακτικής και πνευματικής εργασίας αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε ταξικής κοινωνικής οργάνωσης και συνδέεται ιστορικά με τις απαρχές της κρατικής εξουσίας και της εκμετάλλευσης των πλειοψηφικών τάξεων μιας κοινωνίας από μια μειοψηφική τάξη που ήλεγχε σε κάθε ιστορική περίοδο το μονοπώλιο της γνώσης. Και καθώς μέσω αυτού του μονοπωλίου ήταν κατοχυρωμένη στα μάτια της υπόλοιπης κοινωνίας ως γνωσιακή αυθεντία, κατάφερνε έτσι να ηγεμονεύει ιδεολογικά και πολιτικά, και να μονοπωλεί την εξουσία.

Είναι γεγονός ότι στη σύγχρονη εποχή του διαδικτύου, της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, και της ελεύθερης πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση (για αυτούς/ές που το αντέχουν οικονομικά), η γνώση δεν μονοπωλείται τόσο έντονα από μια κλειστή κοινωνική κάστα, όπως στο παρελθόν (κατά τη φεουδαρχία του μεσαίωνα και τις αρχαίες δουλοκτητικές κοινωνίες). Επιπλέον, η γιγάντωση του όγκου της συνολικής ανθρώπινης γνώσης και ο συνεπαγόμενος σύγχρονος βαθμός εξειδίκευσης, καθιστούν αντικειμενικά αδύνατη την πολύ στενή μονοπώληση της γνώσης και τη διεκδίκηση του τίτλου της απόλυτης αυθεντίας. Παρ’ όλα αυτά, η τάση που συνοδεύει την ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα στην τεχνολογική γνώση και τις φυσικές επιστήμες από τη μία, που σχετίζονται άμεσα με την παραγωγή, και τη νομική και οικονομική γνώση από την άλλη, που σχετίζεται με τη διεύθυνση της παραγωγής και της κοινωνίας συνολικά (η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι σκληρά περιθωριοποιημένη στα πλαίσια της υποχρεωτικής εκπαίδευσης). Ταυτόχρονα, η παραπάνω τάση συνοδεύεται και από την τάση για απαξίωση-ανοχή της φιλοσοφίας και των ανθρωπολογικών επιστημών, μαζί με τη φιλολογία και τις τέχνες, καθώς, το πρότυπο του σύγχρονου εργαζόμενου έχει επίκεντρο την πλήρη αφοσίωση στην ειδικότητά του, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του επιτυχημένου επιχειρηματία, ο οποίος ασχολείται όλη μέρα με την ευημερία των επενδύσεων και των κερδών του. Παράλληλα, ο διαχωρισμός μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας παραμένει έντονος, αν και δεν σχηματίζει υπέρμετρα άνισες σε πλήθος κοινωνικές ομάδες.

Ωστόσο, παρά την αισθητή άμβλυνσή τους, σήμερα, οι παραπάνω αντιθέσεις επικαθορίζονται με πολύ ισχυρό τρόπο από το διαχωρισμό μεταξύ αστικής και υπαίθριας δραστηριότητας. Η αποξένωση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας από τη φύση και η αστυφιλία, για πρώτη φορά στην ιστορία παίρνουν τόσο μεγάλες διαστάσεις, μαζί με μια ιδεολογική, κυρίως, απαξίωση της πρωτογενούς παραγωγικής δραστηριότητας, η οποία αποτελεί ίσως τη σημαντικότερη δραστηριότητα για την αναπαραγωγή μιας κοινωνίας. Έτσι, φυσικά επακόλουθα των παραπάνω αποτελούν η εντεινόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, στην οποία συμβάλλει με τις καθημερινές της συνήθειες η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, η διατροφική κρίση υπό τη μορφή των κακής ποιότητας τροφίμων βιομηχανοποιημένης και εντατικοποιημένης παραγωγής που διοχετεύονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, και το κοινωνικό “διαίρει και βασίλευε” που ασκεί επιδέξια η άρχουσα τάξη μεταξύ των αγροτικών και αστικών πληθυσμών.

Παρόλο, λοιπόν, που τα παραπάνω στοιχεία δεν αποτελούν αποκλειστικά γνωρίσματα του καπιταλισμού, εντούτοις συνδέονται άρρηκτα με την αναπαραγωγή της σημερινής μορφής του και με τους πάσης φύσης ταξικούς διαχωρισμούς εν γένει. Επίσης, τα στοιχεία αυτά δεν ανάγονται οντολογικά σε κάποια από τα πέντε προηγούμενα, όπως ισχύει άλλωστε γενικότερα. Με άλλα λόγια, δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα η αποξένωση από τη φύση ή οι γνωσιακοί διαχωρισμοί, εάν απλώς χτυπηθεί, για παράδειγμα, η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ή ο φετιχισμός του χρήματος. Άρα, λοιπόν, πρέπει να αναγνωρίσουμε το σύμπτωμα της αστυφιλίας και της απομάκρυνσης από τη φύση, ως μέρος της καπιταλιστικής ηγεμονίας, όπου, μαζί με την ελευθερία της απόλαυσης του χρήματος, συμβάλλει τα μέγιστα στην ηγεμόνευση των από κάτω, και ιδίως της νεολαίας, από την άρχουσα τάξη.

Τέλος, ένα ακόμα δομικό στοιχείο της καπιταλιστικής ηγεμονίας, το οποίο επίσης ενσωματώνει μαζικά η νεολαία, είναι το σύμπτωμα του καριερισμού (συνέχεια του συμπτώματος του επιστημονισμού που υπάρχει έντονα στην καθημερινότητα των πανεπιστημίων και των τεχνολογικών ιδρυμάτων). Ο καριερισμός, όπως τον εννοούμε εδώ, δεν περιορίζεται στο κυνήγι της ανέλιξης σε μια εταιρία με αθέμιτο τρόπο (π.χ. εργοδοτικός συνδικαλισμός, “γλείψιμο” κλπ), αλλά αφορά την προσκόλληση – κυρίως των απόφοιτων πανεπιστημίου, αλλά όχι μόνο – στο να εξασκεί κανείς επαγγελματικά αυτό που σπούδασε. Πράγματι, ακόμα και στον αριστερό ριζοσπαστικό λόγο και πρακτική, όχι μόνο δεν αμφισβητείται η λογική του καριερισμού, αλλά συχνά αποτελεί πάτημα πολιτικής κριτικής στο νεοφιλελευθερισμό ή τον καπιταλισμό γενικότερα: ήτοι, είναι υποχρέωση της εξουσίας να φροντίζει για την εξασφάλιση εργασίας των νέων στο αντικείμενο σπουδών τους, ή τουλάχιστον τη διαμόρφωση του κατάλληλου οικονομικού κλίματος, ώστε να είναι κάτι τέτοιο εφικτό. Έτσι, όμως, παραγνωρίζεται ή αποσιωπάται το γεγονός ότι η απορρόφηση οποιουδήποτε αριθμού αποφοίτων πανεπιστημίου, σημαίνει αυτόματα απομάκρυνση από οποιαδήποτε λογική οικονομίας των αναγκών. Για παράδειγμα, η απορρόφηση όλων των αποφοίτων πολιτικών μηχανικών, σημαίνει αναγκαστικά τη διαρκή μεγέθυνση της οικοδομικής δραστηριότητας, με ότι αυτό συνεπάγεται για το περιβάλλον, τα δάση και τις καλλιεργήσιμες γαίες. Με άλλα λόγια, ο καριερισμός συνεπάγεται την πλήρη αποδοχή της καπιταλιστικής παραγωγικής αδιαφορίας για το τι και πως παράγεται ή καταναλώνεται, και τη λογική της άναρχης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, καθώς ένα μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ενσωματώνει τον καριερισμό, επιλέγει τη μετανάστευση οπουδήποτε στον κόσμο, θυσιάζοντας στην πράξη σημαντικά πολιτικά δικαιώματα όπως η ψήφος, και συχνά απομακρύνεται τελείως από την πολιτική-κοινωνική δράση, είτε λόγω  ανεπαρκούς ενσωμάτωσης στη νέα κοινωνία, είτε λόγω της κυριαρχίας βαθιά αντιδραστικών πολιτικών καθεστώτων (όπως π.χ. στην αραβική χερσόνησο) ή απλώς λόγω της συντριπτικής πολιτικο-ιδεολογικής ηγεμονίας του αντιπάλου. Είναι, δε, προφανές, ότι ο καριερισμός(-επιστημονισμός) είναι στενά συνδεδεμένος με την αστυφιλία, και την απόδοση αυξημένου κύρους στη διανοητική εργασία, σε βάρος της χειρωνακτικής.

Με βάση τα παραπάνω, η νέα κομμουνιστική στρατηγική που προτείνει το κείμενο, οφείλει να εντάξει και τις εν λόγω όψεις του καπιταλισμού στην ολοκληρωτική ιδεολογική αντιπαράθεση με αυτόν, υλοποιώντας στην πράξη τις αξίες της προστασίας του περιβάλλοντος, της επανεύρεσης της επαφής με τη φύση, της αποκέντρωσης, της περιφρόνησης του καριερισμού και του περιορισμού των διαχωρισμών μεταξύ διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας, αφενός, και μεταξύ τεχνικής και διευθυντικής γνώσης, αφετέρου. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στο δίλλημα περί του τρόπου οργάνωσης των βοηθητικών εργασιών για τα συνεργατικά εγχειρήματα, είναι σαφές ότι η πρώτη λύση του σχηματισμού ξεχωριστών συνεταιρισμών παροχής μελετητικών υπηρεσιών από την πόλη στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς της περιφέρειας, αναπαράγει απολύτως τα προαναφερθέντα οπισθοδρομικά ήθη. Αντίθετα, μπορούμε να υλοποιήσουμε ένα ριζοσπαστικό μοντέλο, κατά το οποίο άνθρωποι με κατάλληλες οικονομικές και νομικές γνώσεις θα είναι οργανικά ενταγμένοι στα συνεργατικά εγχειρήματα πρωτογενούς και δευτερογενούς παραγωγής, οι οποίοι θα συμβάλλουν από τα μέσα στους σκοπούς τους με την εξειδικευμένη γνώση τους, συμβάλλοντας παράλληλα στις χειρονακτικές εργασίες της καθημερινότητας των εγχειρημάτων προτεραιότητας. Το μοντέλο αυτό επιτρέπει την ουσιαστικότερη αποκέντρωση και άμβλυνση των διαφορών μεταξύ αστικών κέντρων και περιφέρειας, τη μείωση της απόστασης του διανοητικά εργαζόμενου από την καθημερινότητα και τις δυσκολίες της χειρωνακτικής εργασίας και αντιστρόφως, καθώς και την καλύτερη διάχυση της διευθυντικής-διοικητικής γνώσης και ευθυνών στους ίδιους τους άμεσους παραγωγούς.

Επίλογος

Φτάνουμε στο τέλος μιας ελάχιστης αρχής που φιλοδοξεί να αποτελέσει αυτό το κείμενο σε μια ανανεωμένη προσπάθεια αντικαπιταλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, μέσα από μια νέα κομμουνιστική στρατηγική που, χωρίς να θυσιάζει το βάθος του οραματικού ορίζοντα, δεν αρκείται σε μια σκέτη ρομαντική επιμονή στον κομμουνισμό ως διακηρυκτικό στόχο. Αντίθετα, εργάζεται για έναν αποτελεσματικό πρακτικό σχεδιασμό, διδασκόμενη από τις ήττες του παρελθόντος, και αναζητώντας πραγματικές λύσεις σε συνολικά προβλήματα, αντί για υιοθέτηση εύκολων τετριμμένων μεθόδων, οι οποίες έχουν αποδειχτεί λανθασμένες και αναποτελεσματικές.

Η στρατηγική αυτή αναγνωρίζει ότι οι δυσκολίες είναι πολλές, όπως ίσχυε ανέκαθεν για οποιαδήποτε στρατηγική κοινωνικού μετασχηματισμού. Παρ’ όλα αυτά, οι δυσκολίες αυτές δεν πρέπει να μας κάνουν να παγώνουμε, όπως δεν παγώναμε και στο παρελθόν. Αν κάτι τέτοιο υφίσταται ωστόσο, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το πάγωμα ή μη εξαρτάται αποκλειστικά από τη δύναμη της παλιάς συνήθειας και την ψυχική δυσκολία της νέας αρχής. Καθώς όμως η εγκατάλειψη των παλιών συνηθειών είναι όλη η ουσία του κοινωνικού μετασχηματισμού, αυτό είναι τελικά και το καθήκον μας: να ξεπεράσουμε την ψυχική δυσκολία μιας νέας αρχής, συνηθίζοντας τις νέες πρακτικές που καλούμαστε να εγκαινιάσουμε.

Να χουμε κατά νου ότι είναι μάταιο να ψάχνουμε κάποιο φοβερό κόλπο που θα κάνει τον αγώνα εύκολο. Ορισμένες δυσκολίες δεν μπορούν να ξεπεραστούν μέσα από σύντομους δρόμους ή έξυπνες παρακάμψεις, παρά μόνο με την κατά μέτωπο αντιμετώπισή τους. Άλλωστε, δεν μπορείς να χτίσεις γέφυρα για να διασχίσεις για πρώτη φορά ένα ποτάμι: είναι ανάγκη κάποιοι/ες να βουτήξουν στα παγωμένα νερά και να κολυμπήσουν κόντρα στο ρεύμα ή να εργαστούν σκληρά για την κατασκευή μιας βάρκας και στη συνέχεια να τραβήξουν πολύ κουπί. Ξέρουμε όμως ότι μόνο ακατόρθωτο δεν είναι, αρκεί να το πάρουμε απόφαση.

Αυτό σημαίνει ωστόσο, να αποχωριστούμε την “ασφάλεια” της όχθης που βρισκόμαστε τώρα και που έχουμε συνηθίσει. Άλλωστε, η ασφάλεια αυτή έχει μετατραπεί σε ανασφάλεια εδώ και χρόνια και δεν πρόκειται να επιστρέψει, όσο κι αν είναι ωραίο να το πιστεύει κανείς ή απλώς να το φαντασιώνεται νοσταλγικά. Ο μόνος δρόμος, η μόνη διέξοδος είναι να τραβήξουμε μπροστά, να περάσουμε στην αντίπερα όχθη, όχι για να φτάσουμε σε μια γη της επαγγελίας χωρίς άλλες δυσκολίες, αλλά για να ξεφύγουμε από τη ματαιότητα και να ξαναβρούμε την ελπίδα.

Με άλλα λόγια: ο μόνος τρόπος για να πολεμήσουμε τον καπιταλισμό αποτελεσματικά είναι να αποχωριστούμε τα καπιταλιστικά μας συμπτώματα. Πράγμα όχι ακατόρθωτο, αλλά που προϋποθέτει να μην αποδεχτούμε το “ανεπανόρθωτο” της ζημιάς που μας έχει προξενήσει το σύστημα στο οποίο μεγαλώσαμε, μεταθέτοντας τελικά το βάρος του κοινωνικού μετασχηματισμού στις γενιές που θα μας διαδεχτούν, έχοντας εξοφλήσει τυπικά το ηθικό χρέος μας μέσα από έναν πολιτικό αγώνα αδιέξοδης διαμαρτυρίας και στείρων διακηρύξεων. Αντίθετα, να συνδυάσουμε τον παραδοσιακό πολιτικό αγώνα, με έναν πρωτότυπο και ανυποχώρητο αγώνα συλλογικής δημιουργίας, στη θέση της ανυπόφορης καπιταλιστικής εργασιακής καθημερινότητας που μας προσφέρουν. Είμαστε, άλλωστε, η πρώτη γενιά που έχει στη διάθεσή της τόσες πολλές γνώσεις, δεξιότητες και ιστορική εμπειρία, και παρόλα αυτά περιφρονείται από το πολιτικό σύστημα και μένει ανεκμετάλλευτη από τον καπιταλισμό. Τι έχουμε να περιμένουμε λοιπόν;

Εμπρός για το χτίσιμο μιας συνεργατικής οικονομίας και την εφαρμογή μιας αυθεντικά κομμουνιστικής ηθικής από σήμερα !

Εμπρός να βρούμε την ελπίδα εκεί που μας περιμένει: στην ελεύθερη, συλλογική, δημοκρατική και οικολογική δημιουργία !

In this article